ἐκπεπταμένως
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
Adv., (ἐκπετάννυμι) extravagantly, X.Cyr.8.7.7.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἐκπετάννυμι claramente, abiertamente εὐφραίνεσθαι ἐ. X.Cyr.8.7.7.
German (Pape)
[Seite 771] ausgelassen, εὐφραίνεσθαι Xen. Cyr. 8, 7, 7.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec expansion, à cœur ouvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἐκπετάννυμι.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπεπταμένως: [part. pf. к ἐκπετάννυμι безудержно, неумеренно (εὐφραίνεσθαι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκπεπταμένως: ἐπίρρ., (ἐκπετάννυμι) δαψιλῶς, μεγάλως, εὐφραίνεσθαι ἐκπεπταμένως Ξεν. Κύρ. 8. 7. 7.
Greek Monotonic
ἐκπεπταμένως: επίρρ. Παθ. παρακ. του ἐκπετάννυμι, υπερβολικά, ακόλαστα, σε Ξεν.
Middle Liddell
[adverb from perf. pass. of ἐκπετάννυμι,]
extravagantly, Xen.