ἐλεγεία
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
= ἐλεγεῖον, Str.13.1.48, Plu.Sol.8, Heph.1.5,al.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 lit. elegía, poema en dísticos elegíacos ποιήσαντι τὴν ἐλεγείαν, ἧς ἐστιν ἀρχή· que había compuesto la elegía cuyo comienzo es: Arist.Ath.5.2, cf. 5.3, Plu.Sol.8, ἐν τῇ ἐλεγείᾳ, ἣν ἐπιγράφουσιν Εὐνομίαν Str.8.4.10, ἡ εἰς Ἀλκιβιάδην ἑ. Heph.2.3, plu. como parte de la obra de Esquilo Αἰσχύλος ἐν ταῖς ἐλεγείαις Thphr.HP 9.15.1, de Partenio, Artem.4.63
•a veces tb. interpretable en sent. 2 (q.u.) πρὸς τὸν Κίμωνα παίζων δι' ἐλεγείας Plu.Cim.4, αἱ γεγράμμεναι ἐπὶ παρηγορίᾳ τοῦ πένθους ἐλεγείαι πρὸς αὐτόν Plu.Cim.4, Μίμνερμος ... ποιητὴς ἐλεγείας Str.14.1.28, cf. 13.1.48.
2 métr. dístico elegíaco, versos elegíacos Ἀρχελάου ὄνομα Σοφοκλῆς ἐν ταῖς ἐλεγείαις οὐκ ᾤετο ἐγχωρεῖν οὔτε εἰς ἔπος οὔτε εἰς ἐλεγεῖον Sófocles pensaba que en los versos elegíacos el nombre de Arquelao no encajaba, ni en el hexámetro ni en el pentámetro Heph.1.5, τὴν δὲ ἐλεγείαν συγκεῖσθαι μεν ἐξ ἡρῴου καὶ πενταμέτρου στίχου Procl.Chr.24, cf. 26, εἰς ἔπη καὶ ἐλεγείας ἀνάγειν volver a poner en hexámetros y dísticos elegíacos Parth.praef., cf. Sud.s.u. Θέογνις.
• Etimología: Deriv. de ἐλεγεῖον.
German (Pape)
[Seite 793] ἡ, sc. ᾠδή, Elegie, ein in Distichen (s. ἐλεγεῖον) geschriebenes Gedicht (vgl. Schol. in Dionys. B. A. 750), ohne Rücksicht auf den Inhalt; Strab. nennt den Callinus τὸν τῆς ἐλεγείας ποιητήν; Plut. Sol. 8 Cim. 4 u. öfter, u. a. Sp. Bei Hephaest. p. 92, wenn die Leseart richtig (vgl. Phot. bibl. 319 E. M), = das Distichon.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
s.e. ᾠδή;
chant élégiaque, élégie (pièce en distiques).
Étymologie: fém. de ἐλεγεῖος.
Russian (Dvoretsky)
ἐλεγεία: ἡ Plut. = ἐλεγεῖον 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλεγεία: ἴδε ἐν λ. ἐλεγεῖον.
Greek Monolingual
η (AM ἐλεγεία)
θρηνητικό άσμα ή ποίημα
νεοελλ.
ποίημα που αποτελείται από ελεγειακά δίστιχα.
Greek Monotonic
ἐλεγεία: ἡ, ελεγεία, ποίημα γραμμένο σε δίστιχα, σε Πλούτ.
Middle Liddell
Mantoulidis Etymological
(=εἶδος ποιήματος, τό μέτρο τοῦ ὁποίου ἀποτελεῖται ἀπό ἕνα ἐξάμετρο καί ἀπό ἕνα πεντάμετρο στίχο). Ἀπό τό ἔλεγος, ὁ (=θρηνητικό τραγούδι), πού παράγεται ἀπό τό ἐλέγειν.