ἐμφυσιόω
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
English (LSJ)
(φύσις)
A inspire, infuse life into, τὴν ἀνάγνωσιν LXX 1 Es. 9.48:—Pass., to be inspired, τοῖς ῥήμασιν ib.55.
II implant, instil into, τὸ αἰδεῖσθαι ἐμφυσιῶσαί τινι X.Lac.3.4; ἐνεφυσίωσαν τοῖς γινομένοις ἐξ ἑαυτῶν τὴν βούλησιν τοῦ θεοῦ Michel855.9 (Magn. Mae.):—Pass., μάθησις δεξιῶς ἐμφυσιωθεῖσα Hp.Lex2; ἵνα ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον Charond. ap. Stob.4.2.24; ἐμπεφυσιωμένη κακία Diog. Ep.28.1.
Spanish (DGE)
(A)
(ἐμφῡσιόω)
• Alolema(s): ἐνῐφυσιόω Bucol.Fr.Pap.Vind.72
1 soplar en θεοῦ ἐνιφυσιόωντος en un caramillo Bucol.Fr.Pap.Vind.l.c.
2 fig. infundir, inspirar τὴν ἀνάγνωσιν LXX 1Es.9.48
•en v. med.-pas. ser animado, ser exaltado ἐνεφυσιώθησαν ἐν τοῖς ῥήμασιν LXX 1Es.9.55.
• Etimología: Cf. φῦσα.
(B)
(ἐμφῠσιόω)
hacer nacer, implantar, inculcar en ἐνεφυσίωσαν [τοῖς γινομέ] νοις ἐξ ἑαυτῶν τὴν βούλησιν τοῦ θεοῦ IM 17.9 (III a.C.), en v. pas. ἵν' ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον Charond.Pyth.Hell.61.10, cf. 63.7, μάθησις ἐμφυσιωθεῖσα Hp.Lex 2, ἐμπεφυσιωμένη κακία Diog.Ep.28.1.
• Etimología: Cf. φύω.
German (Pape)
[Seite 820] = ἐμφύω, einpflanzen; τὸ αἰδεῖσθαι, Scheu einflößen, Xen. Lac. 3, 4; pass., Hippocr.; ἵν' ἐμφυσιῶται ἑκάστῳ τὸ κάλλιστον τῆς ἀρετῆς Charond. Stob. fl. 44, 40. = ἐμφυσάω, übertr., stolz machen, LXX.
French (Bailly abrégé)
ἐμφυσιῶ :
faire naître dans, τινι.
Étymologie: ἐν, φύσις.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφῠσιόω: прививать, воспитывать (τὸ αἰδεῖσθαί τινι Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμφῡσιόω: ἐμφυσάω, Κλήμ. Ἀλ. 897.
Greek Monotonic
ἐμφῠσιόω: (ἐν, φύσις), εμφυσώ, ενσταλάζω, εμπνέω, σε Ξεν.