ἐνναέτηρος

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννᾰέτηρος Medium diacritics: ἐνναέτηρος Low diacritics: ενναέτηρος Capitals: ΕΝΝΑΕΤΗΡΟΣ
Transliteration A: ennaétēros Transliteration B: ennaetēros Transliteration C: ennaetiros Beta Code: e)nnae/thros

English (LSJ)

ἐνναέτηρον, = ἐνναέτης (nine years old, for nine years)¹, Hes. Op. 436.

Spanish (DGE)

-ου
de nueve años de edad βόε δ' ἐνναετήρω dos bueyes de nueve años Hes.Op.436, de un niño, Nonn.D.9.169.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
âgé de neuf ans.
Étymologie: ἐννέα, ἔτος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνναέτηρος: девятилетний Hes.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνναέτηρος: -ον, = τῷ ἑπομ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 434.

Greek Monolingual

ἐνναέτηρος, -ον (AM)
εννεαετής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εννέα + -ετηρος < έτος + -ηρος].

Greek Monotonic

ἐνναέτηρος: -ον (ἔτος) = το επόμ., εννιά ετών (ηλικιακά), σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ἐννα-έτηρος, ον ἔτος = ἐνναετής
nine years old, Hes.