ἐντατικός
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἐντατική, ἐντατικόν,
A stimulating, aphrodisiac, Xenocr.16, cf. Gal.12.341, Aët.11.35.
2 sexually vigorous, [ζῷον] -άτερον πρὸς τὴν μεῖξιν Gp.19.5.4.
II ἐντατικόν, τό, = σατύριον, Ps.-Dsc.3.128.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 medic., de fármacos estimulante, que produce la erección, afrodisíaco ἐ. πρὸς συνουσίαν Xenocr.8, φάρμακα τὰ τῶν αἰδοίων ἐντατικά Gal.8.449, cf. 12.341, Ruf.Sat.Gon.19, Sch.Nic.Al.264b, ἐντατικαὶ δυνάμεις propiedades afrodisíacas Paul.Aeg.7.3 (p.197)
•subst. τὸ ἐντατικόν afrodisíaco Aët.6.35, Paul.Aeg.3.18.5, Hippiatr.Cant.10 tít.
2 de anim. macho provisto de vigor sexual ἐντατικώτερον αὐτὸ (ζῶον) πρὸς τὴν μίξιν ποιεῖ Gp.19.5.4.
3 bot., subst. τὸ ἐ. planta no identificada del género de las liliáceas, quizá Fritillaria graeca L., o de las orquidáceas, quizá Serapias cordigera L., Ps.Dsc.3.128.
German (Pape)
[Seite 853] anspannend, anstrengend, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐντᾰτικός: -ή, -όν, ἐρεθιστικός, διεγερτικός, ἀφροσιδιακός, Matthaei Med. 10· στυτικὸς, τὸ πολύγονον βοτάνη ἐστὶν ἐν τῷ πίνεσθαι ἐντατικὴ Σχόλ, εἰς Νικ. Ἀλεξανδρ. 264. ΙΙ. ὡς οὐσ., ἐντατικόν, τό, εἶδος φυτοῦ ἐρεθιστικοῦ πρὸς συνουσίαν, = στατύριον τὸ ἐρυθρόνιον Διοσκ. 3. 134 (144).
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐντατικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που γίνεται με έντονη προσπάθεια («εντατική μελέτη», «εντατικά τμήματα»)
2. (για μηχάνημα) αυτός που χρησιμεύει για ένταση («εντατικός κοχλίας»)
μσν.
(για ζώο) αυτός που έχει γενετήσιο οργασμό
αρχ.
1. αυτός που ερεθίζει για συνουσία
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐντατικόν
διεγερτικό βοτάνι.