ἐρανίζω
English (LSJ)
A lay under contribution, c. acc. pers., τοὺς φίλους D.Ep.3.38, cf. D.L. 6.63 (pun on ἐναρίζω).
2 collect by way of contribution, στεφάνους Aeschin.3.45; ἐ. φίλον παρὰ φίλοις Pl.Lg.915e: abs., Thphr.Char. 1.5; τισι for their benefit, IG7.411.7 (Oropus): metaph., bring together, combine, εἰς ὅλον AP9.13b (Antiphil.), cf.ΙΙ (Phil.), Ael.VH12.1; ἠράνισαι (2sg. pf. Pass.) νεφέλαις art swollen up with.., AP9.277 (Antiphil.):—Med., collect for oneself, borrow, τροφὴν παρ' ἑτέρων Plu.2.1058d, cf. Poll.4.43; πανταχόθεν ἡδονὴν ἐρανίζεσθαι = cull pleasure from every source Luc.Vit. Auct.12, cf. Salt. 49; λόγους εἰς εὐωχίαν Hld.5.16, cf. Men. Rh.p.433 S.: abs., D.L.9.50; beg one's bread, BCH48.517 (Palestine).
II assist by contributions, πολλοῖς (πολλούς codd.) Antipho 2.2.12; τούτους (v.l. τούτοις) Ph.1.635:—Pass., to be assisted by contributions, ἐρανισθεὶς πρὸς τῶν φίλων D.L.8.87.
2 metaph., of 'log-rolling', ἐφ' οἷς ἐρανίζει τοῖς περὶ αὑτόν D.39.18.
German (Pape)
[Seite 1016] Beiträge, bes. an Geld, einsammeln, einfordern, φίλον παρὰ φίλοις Plat. Legg. XI, 915 e, wofür Dem. ep. 3 p. 644, 11 τοὺς φίλους ἐρανίσας, die Freunde darum bittend, oder von den Freunden es einsammelnd, sagt, wie D. Cass. 49, 3; στεφάνους Aesch. 3, 45, erbetteln; ähnl. περίεργον οὐδὲν οὐδὲ περιττὸν εἰς τὸ εἶδος ἠράνιζεν, sie borgte sich keinen überflüssigen, fremden Schmuck für ihre Schönheit, Ael. V. H. 12, 1; – τινί, für Jem. Beiträge sammeln, ihm durch Beiträge beistehen, Dem. 39, 18, was Harpocr. ἀποδιδοὺς βοήθειαν αὐτοῖς erkl.; auch πολλοὺς ἐρανίζειν, in dieser Bdtg, Antiph. 2 β 12; pass., durch Beiträge unterstützt werden, ὑπὸ τῶν συγγενῶν, Sp.; so sagt Antiphil. 31 (IX, 277) von einem angeschwollenen Gießbache θολεραῖς ἠράνισαι νεφέλαις. – Med. für sich Beiträge sammeln, einfordern, Πρωταγόρας καὶ Πρόδικος ἠρανίζοντο, ließen sich ihre Beiträge bezahlen, D. L. 9, 50; παρὰ τῶν μαθητῶν φόρους Poll. 4, 43; Plut. übertr., πανταχόθεν ἡδονὴν ἐρανίζεσθαι, sich von allen Seiten her Sinnenlust verschaffen, Luc. vit. auct. 12. – Übh. sammeln, zusammenbringen, Sp.; vereinigen, Philp. u. Plat. ep. (IX, 11. 13).
French (Bailly abrégé)
f. ἐρανίσω, ao. ἠράνισα, pf. inus.
Pass. impf. ἠρανιζόμην, ao. ἠρανίσθην, pf. ἠράνισμαι;
faire une collecte, une quête : τι, quêter, mendier qch de côté et d'autre;
Moy. ἐρανίζομαι ramasser de tous côtés pour soi, quêter, mendier.
Étymologie: ἔρανος.
Russian (Dvoretsky)
ἐρᾰνίζω:
1 приглашать к участию в складчине, организовывать на паевых началах (τοὺς φίλους Dem.);
2 тж. med. собирать отовсюду, выпрашивать (στεφάνους Aeschin.; med. τροφὴν παρ᾽ ἑτέρων Plut.): ἐ. τινί Dem. устраивать складчину (т. е. собирать) в чью-л. пользу; ἐρανιοθεὶς πρὸς τῶν φίλων Diog. L. получивший совместную помощь от друзей; πανταχόθεν ἡδονὴν ἐρανίζεσθαι Luc. отовсюду собирать наслаждения;
3 объединять (εἰς ὅλον Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐρᾰνίζω: ἔρανον αἰτῶ ἢ ὑποβάλλω εἰς ἔρανον, μετ’ αἰτ. προσ., τά τε οφειλόμενα εἰσπράξας καὶ τοὺς φίλους ἐρανίσας Δημ. 1482. 2. 2) συλλέγω διὰ συνεισφορᾶς, ἐπαιτῶ ἢ δανείζομαι, στεφάνους Αἰσχίν. 60. 4· ἐρ. φίλον παρὰ φίλοις Πλάτ. Νόμ. 915Ε· μεταφ. φέρω ἐπὶ τὸ αὐτό, συνδυάζω, εἰς ὅλον Ἀνθ. Π. 9. 13. Πρβλ 11, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 12· τὰ σώματα, ἐπισωρεύειν αὐτά, Δίων Κ. 43. 38· ἠράνισαι (β΄ ἑν. παθ. πρκμ.) νεφέλαις, εἶσαι ἐξωγκωμένος εκ…, Ἀνθ. Π. 9. 277. - Μέσ., συλλέγω δι’ ἐμαυτόν, δανείζομαι, τροφὴν παρ’ ἐτέρων Πλούτ. 2. 1058C, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 43· πανταχόθεν ἡδονὴν ἐρανίζεσθαι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 12. πρβλ. π. Ὀρχ. 49· ἀπολ., Διογ. Λ. 9. 50. ΙΙ. βοηθῶ διὰ συνεισφορᾶς, τινι Δημ. 999. 24· καὶ αναγνωστέον πολλοῖς ἀντὶ πολλοὺς ἐν Ἀντιφ. 117. 33. - Παθ., βοηθοῦμαι διὰ συνεισφορᾶς, ἐρανισθεὶς πρὸς τῶν φίλων Διογ. Λ. 8. 87.
Greek Monotonic
ἐρᾰνίζω: μέλ. -σω (ἔρανος,·
I. 1. υποβάλλω σε έρανο, επιβάλλω συνεισφορά, τινά, σε Δημ.
2. με αιτ. πράγμ., συλλέγω, συγκεντρώνω με εισφορές, ζητιανεύω, δανείζομαι, σε Αισχίν.· μεταφ., συνδυάζω, σε Ανθ. — Μέσ., συλλέγω, συγκεντρώνω για τον εαυτό μου, δανείζομαι, σε Λουκ.
II. βοηθώ με συμμετοχή, με συνεισφορά, τινί, σε Δημ.
Middle Liddell
ἔρανος
I. lay under contribution, τινά Dem.
2. c. acc. rei, to collect by contributions, to beg, borrow, Aeschin.: metaph. to combine, Anth.:— Mid. to collect for oneself, borrow, Luc.
II. to assist by contribution, τινί Dem.