ἐφικάνω

From LSJ

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτεροςthough they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐφῐκάνω Medium diacritics: ἐφικάνω Low diacritics: εφικάνω Capitals: ΕΦΙΚΑΝΩ
Transliteration A: ephikánō Transliteration B: ephikanō Transliteration C: efikano Beta Code: e)fika/nw

English (LSJ)

= ἐφικνέομαι (reach at, aim at, reach, extend, hit, come upon, visit), χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od. 11.196 ; ὅσον τ' ἐπὶ θυμὸς ἱκάνοι Parm. 1.1.

German (Pape)

[Seite 1119] = Folgdm; als Tmesis rechnet man hierher χαλεπὸν δ' ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Od. 11, 196.

Greek (Liddell-Scott)

ἐφικάνω: τῷ ἑπομ., χαλεπὸν δ’ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει Ὀδ. Λ. 196.

Greek Monolingual

διαφ. τ. του αφικνούμαι («χαλεπὸν δὲ ἐπὶ γῆρας ἱκάνει», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἱκάνω «φθάνω»].

Greek Monotonic

ἐφικάνω: = το επόμ., σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

= ἐφικνέομαι, Od.]