ἑστιατόριον
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
English (LSJ)
later ἑστιατόρειον, τό, = ἑστιατήριον (banquet hall), IG11(2).144A68 (Delos, iv B. C.), Theopomp.Hist.32, Bull.Soc.Alex.5.126 (iii B. C.), Sammelb.6596 (ii B. C.), D.H.2.23, SIG1109.141 (Athens, ii A. D., -είου): Ion. ἱστιητόριον Hdt.4.35: Rhod. ἱστιατόριον IG12(1).677 (iii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1044] τό, = ἑστιατήριον, Theopomp. bei Ath. XII, 531 f; D. Hal. 2, 23; Plut. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
salle de festin, salle à manger.
Étymologie: ἑστιάτωρ.
Greek (Liddell-Scott)
ἑστιατόριον: τό, = ἑστιατήριον, Θεοπόμπ. Ἱστ. 33, Διον. Ἁλ. 2. 23.
Russian (Dvoretsky)
ἑστιᾱτόριον: τό помещение для пиршества, обеденный зал Plut.