ἔναλλος
Οὐδεὶς ἀνίας χρήματα δοὺς ἐπαύσατο → Nullum e maerore exemit data pecunia → Mit Geld hat keiner noch beendet eine Qual
English (LSJ)
ἔναλλον, changed, contrary, Theoc.1.134, AP5.298 (Agath.). Adv. ἐνάλλως Plu.2.1045e.
Spanish (DGE)
-ον
1 cambiado, alterado, Ἄρη, τὸν ἀρότοις θερίζοντα βροτοὺς ἐνάλλοις Ares, que siega a los hombres en sembrados cambiados (e.e. que no producen frutos, sino muerte de hombres), A.Supp.638 (cj. en ap. crít., cód. ἐν ἄλλοις).
2 adv. -ως contrariamente ἐνάλλως κατὰ τὴν ἐπίκλισιν en forma contraria a su inclinación Chrysipp.Stoic.3.175.21.
German (Pape)
[Seite 826] verändert, umgekehrt; Theocr. 1, 134; πάντα ἔναλλα γένοντο Agath. 22 (V, 299). – Adv., Plut. Stoic. repugn. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changé, bouleversé.
Étymologie: ἐν, ἄλλος.
Russian (Dvoretsky)
ἔναλλος: замененный, обратный, перевернутый: πάντα ἔναλλα γένοντο Theocr., Anth. все стало вверх дном.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναλλος: -ον, ἀλλοῖος, μεταβεβλημένος εἰς τὸ ἐναντίον, πάντα δ’ ἔναλλα γένοιντο καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι, «πάντα δὲ ἐνηλλαγμένα γενέσθω καὶ ἡ πίτυς ἄπια ἐνεγκάτω» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 134, Ἀνθ. Π. 5. 299. -Ἐπίρρ. -λως, Πλούτ. 2. 1045Ε.
Greek Monolingual
ἔναλλος, -ον (AM)
διαφορετικός, αλλαγμένος στο αντίθετο, αντίστροφος, ανεστραμμένος («πάντα δ' ἔναλλα γένοιτο», Θεόκρ.).
επίρρ...
ἐνάλλως
αλλιώς, διαφορετικά.
Greek Monotonic
ἔναλλος: -ον, αλλαγμένος, αλλιώτικος, διαφορετικός, αντιφατικός, αντίξοος, ανάποδος, ενάντιος, σε Θεόκρ., Ανθ.
Middle Liddell
ἔν-αλλος, ον adj
changed, contrary, Theocr., Anth.