ἔναλλος
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
English (LSJ)
ἔναλλον, changed, contrary, Theoc.1.134, AP5.298 (Agath.). Adv. ἐνάλλως Plu.2.1045e.
Spanish (DGE)
-ον
1 cambiado, alterado, Ἄρη, τὸν ἀρότοις θερίζοντα βροτοὺς ἐνάλλοις Ares, que siega a los hombres en sembrados cambiados (e.e. que no producen frutos, sino muerte de hombres), A.Supp.638 (cj. en ap. crít., cód. ἐν ἄλλοις).
2 adv. -ως contrariamente ἐνάλλως κατὰ τὴν ἐπίκλισιν en forma contraria a su inclinación Chrysipp.Stoic.3.175.21.
German (Pape)
[Seite 826] verändert, umgekehrt; Theocr. 1, 134; πάντα ἔναλλα γένοντο Agath. 22 (V, 299). – Adv., Plut. Stoic. repugn. 23.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
changé, bouleversé.
Étymologie: ἐν, ἄλλος.
Russian (Dvoretsky)
ἔναλλος: замененный, обратный, перевернутый: πάντα ἔναλλα γένοντο Theocr., Anth. все стало вверх дном.
Greek (Liddell-Scott)
ἔναλλος: -ον, ἀλλοῖος, μεταβεβλημένος εἰς τὸ ἐναντίον, πάντα δ’ ἔναλλα γένοιντο καὶ ἁ πίτυς ὄχνας ἐνείκαι, «πάντα δὲ ἐνηλλαγμένα γενέσθω καὶ ἡ πίτυς ἄπια ἐνεγκάτω» (Σχόλ.), Θεόκρ. 1. 134, Ἀνθ. Π. 5. 299. -Ἐπίρρ. -λως, Πλούτ. 2. 1045Ε.
Greek Monolingual
ἔναλλος, -ον (AM)
διαφορετικός, αλλαγμένος στο αντίθετο, αντίστροφος, ανεστραμμένος («πάντα δ' ἔναλλα γένοιτο», Θεόκρ.).
επίρρ...
ἐνάλλως
αλλιώς, διαφορετικά.
Greek Monotonic
ἔναλλος: -ον, αλλαγμένος, αλλιώτικος, διαφορετικός, αντιφατικός, αντίξοος, ανάποδος, ενάντιος, σε Θεόκρ., Ανθ.
Middle Liddell
ἔν-αλλος, ον adj
changed, contrary, Theocr., Anth.