ἡμερολογέω
From LSJ
γεγόναμεν γὰρ πρὸς συνεργίαν ὡς πόδες, ὡς χεῖρες, ὡς βλέφαρα, ὡς οἱ στοῖχοι τῶν ἄνω καὶ κάτω ὀδόντων. τὸ οὖν ἀντιπράσσειν ἀλλήλοις παρὰ φύσιν → we are all made for mutual assistance, as the feet, the hands, and the eyelids, as the rows of the upper and under teeth, from whence it follows that clashing and opposition is perfectly unnatural
English (LSJ)
to count by days, τὸν χρόνον Hdt.1.47.
German (Pape)
[Seite 1166] nach Tagen zählen, τὸν χρόνον, Her. 1, 47.
French (Bailly abrégé)
ἡμερολογῶ :
compter jour par jour, acc..
Étymologie: ἡμέρα, -λογος de λέγω³.
Russian (Dvoretsky)
ἡμερολογέω: считать по дням (τὸν χρόνον Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἡμερολογέω: ἀριθμῶ κατὰ ἡμέρας, τὸν χρόνον Ἡρόδ. 1. 47.
Greek Monotonic
ἡμερολογέω: (λέγω), αριθμώ κατά ημέρες, σε Ηρόδ.