ἰσάργυρος

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάργῠρος Medium diacritics: ἰσάργυρος Low diacritics: ισάργυρος Capitals: ΙΣΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: isárgyros Transliteration B: isargyros Transliteration C: isargyros Beta Code: i)sa/rguros

English (LSJ)

ἰσάργυρον, worth its weight in silver, πορφυρᾶς ἰ. κηκῖδα A.Ag.959, cf. Achae.5, Ephipp.21.4.

German (Pape)

[Seite 1263] silbergleich, dem Silber gleich an Werth; πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Aesch. Ag. 933; Achaeus bei Ath. XV, 689 b; B. A. 100 wird es πολύτιμος erkl.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
pareil à de l'argent, qui vaut de l'argent.
Étymologie: ἴσος, ἄργυρος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάργῠρος: ценимый на вес серебра, т. е. драгоценный (πορφύρας κηκίς Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάργῠρος: -ον, ἔχων ἀξίαν ἀργύρου ἴσου βάρους, ἔστιν θάλασσα… τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα παγκαίνιστον, εἰμάτων βαφὰς Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· ἰσαργύρου τ’ ἐς χεῖρα κυπρίου λίθου δώσουσι κόσμον Ἀχαιὸς παρ’ Ἀθην. 689Β, πρβλ. Θεόπομπ. παρ’ Ἀθην. 526D.

Greek Monolingual

ἰσάργυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει ίση αξία με άργυρο ίσου βάρους («πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άργυρος (< ἄργυρος), πρβλ. πανάργυρος, χρυσάργυρος].

Greek Monotonic

ἰσάργῠρος: -ον, αυτός που έχει αξία αργύρου ίσου βάρους, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ἰσ-άργῠρος, ον
worth its weight in silver, Aesch.

English (Woodhouse)

worth its weight in silver

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)