ἰσάριθμος
Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A equal in number with, ψυχαὶ ἰ, τοῖς ἄστροις Pl.Ti.41d, cf. Lg.845a, Arist.EN1156a7, al., Call.Del.175, Puchstein Epigr.Gr.p.9; εἰσαρίθμοις ἔπεσι, = ἰσοψήφοις, IG5(1).257 (Laconia): poet. ἰσήριθμος, AP6.84 (Paul. Sil.), 328 (Leon.), Lyc.1258. Adv. ἰσάριθμως Gal.19.469, Them.Or.33.367b.
II Gramm., of the same grammatical number, A.D.Synt.170.13. Adv. ἰσαρίθμως ib.143.9.
German (Pape)
[Seite 1263] gleich an Zahl (s. ἰσήριθμος), τινί, Plat. Tim. 41 d u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
égal en nombre à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄριθμος.
Russian (Dvoretsky)
ἰσάριθμος: ион. ἰσήριθμος 2 (ᾰ) численно равный, столь же многочисленный (ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις Plat.; φιλίας εἴδη ἰσάριθμα τοῖς φιλητοῖς Arst.; τρόπαια ταῖς μάχαις ἰσάριθμα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰσάριθμος: ῐσᾰ, ον, ἴσος κατὰ τὸν ἀριθμὸν πρός τι, διεῖλε ψυχὰς ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις Πλάτ. Τίμ. 41D, πρβλ. Νόμ. 845Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 3, 1, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ Καλλ. εἰς Δῆλ. 175. ἀλλὰ παρ’ Ἐπικ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἰσήριθμος Ἀνθ. Π. 6. 84, 328, Λυκόφρ. 1258· - ὡσαύτως μετὰ γεν., Μουσῶν ἰσήριθμον Συλλ. Ἐπιγρ. 6245. - Ἐπίρρ. -μως, Θεμίστ. 367Β.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἰσάριθμος, -ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος)
ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο
2. επιγρ. ισόψηφος.
επίρρ...
ισαρίθμως και ισάριθμα (Α ἰσαρίθμως)
με ίσο αριθμό
αρχ.
με τον ίδιο γραμματικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὀλιγάριθμος, πολυάριθμος].
Greek Monotonic
ἰσάριθμος: [ῐσᾰ], -ον, ίσος στον αριθμό προς κάτι άλλο, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἰσ-άριθμος, ον
equal in number.