ἰσάριθμος

From LSJ

Ἐχθροὺς ἀμύνου μὴ ‘πὶ τῇ σαυτοῦ βλάβῃ → Ulciscere hostem, non tamen damno tuo → Die Feinde wehre ohne Schaden für dich ab

Menander, Monostichoi, 152
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσάριθμος Medium diacritics: ἰσάριθμος Low diacritics: ισάριθμος Capitals: ΙΣΑΡΙΘΜΟΣ
Transliteration A: isárithmos Transliteration B: isarithmos Transliteration C: isarithmos Beta Code: i)sa/riqmos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,
A equal in number with, ψυχαὶ ἰ, τοῖς ἄστροις Pl.Ti.41d, cf. Lg.845a, Arist.EN1156a7, al., Call.Del.175, Puchstein Epigr.Gr.p.9; εἰσαρίθμοις ἔπεσι, = ἰσοψήφοις, IG5(1).257 (Laconia): poet. ἰσήριθμος, AP6.84 (Paul. Sil.), 328 (Leon.), Lyc.1258. Adv. ἰσάριθμως Gal.19.469, Them.Or.33.367b.
II Gramm., of the same grammatical number, A.D.Synt.170.13. Adv. ἰσαρίθμως ib.143.9.

German (Pape)

[Seite 1263] gleich an Zahl (s. ἰσήριθμος), τινί, Plat. Tim. 41 d u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
égal en nombre à, τινι.
Étymologie: ἴσος, ἄριθμος.

Russian (Dvoretsky)

ἰσάριθμος: ион. ἰσήριθμος 2 (ᾰ) численно равный, столь же многочисленный (ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις Plat.; φιλίας εἴδη ἰσάριθμα τοῖς φιλητοῖς Arst.; τρόπαια ταῖς μάχαις ἰσάριθμα Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσάριθμος: ῐσᾰ, ον, ἴσος κατὰ τὸν ἀριθμὸν πρός τι, διεῖλε ψυχὰς ἰσαρίθμους τοῖς ἄστροις Πλάτ. Τίμ. 41D, πρβλ. Νόμ. 845Α, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 8. 3, 1, κ. ἀλλ.· οὕτω καὶ Καλλ. εἰς Δῆλ. 175. ἀλλὰ παρ’ Ἐπικ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἰσήριθμος Ἀνθ. Π. 6. 84, 328, Λυκόφρ. 1258· - ὡσαύτως μετὰ γεν., Μουσῶν ἰσήριθμον Συλλ. Ἐπιγρ. 6245. - Ἐπίρρ. -μως, Θεμίστ. 367Β.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰσάριθμος, -ον, Α ποιητ. τ. ἰσήριθμος)
ίσος κατά τον αριθμό με κάτι («ψυχαὶ ἰσάριθμοι τοῖς ἄστροις», Πλάτ.)
αρχ.
1. γραμμ. αυτός που έχει τον ίδιο γραμματικό αριθμό με κάποιον άλλο
2. επιγρ. ισόψηφος.
επίρρ...
ισαρίθμως και ισάριθμα (Α ἰσαρίθμως)
με ίσο αριθμό
αρχ.
με τον ίδιο γραμματικό αριθμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -άριθμος (< ἀριθμός), πρβλ. ὀλιγάριθμος, πολυάριθμος].

Greek Monotonic

ἰσάριθμος: [ῐσᾰ], -ον, ίσος στον αριθμό προς κάτι άλλο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

ἰσ-άριθμος, ον
equal in number.

English (Woodhouse)

equal in number, equal in numbers to

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)