ἱκετήσιος
ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it
English (LSJ)
α, ον, epithet of Zeus, = ἱκέσιος, 13.213.
II suppliant, Nonn. D.36.379.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
protecteur des suppliants.
Étymologie: ἱκέτης.
German (Pape)
ὁ, Zeus, der Schutzgott der Schutzflehenden, Od. 13.213. Übh. = ἱκέσιος, Nonn.
Russian (Dvoretsky)
ἱκετήσιος: (ῐκ) охраняющий ищущих защиты, заступник просящих убежища (Ζεύς Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἱκετήσιος: ῐ, α, ον, ἐπίθετ. τοῦ Διὸς ὡς θεοῦ προστάτου τῶν ἱκετῶν, Ὀδ. Ν. 213. ΙΙ. ὡς τὸ ἱκέσιος, Νόνν. Δ. 36. 379.
English (Autenrieth)
of suppliants, protector of suppliants, epithet of Zeus, Od. 13.213†.
Greek Monolingual
ἱκετήσιος, -ία, -ον (Α)
1. (ως επίθ. του Διός) Ἱκετήσιος
ο προστάτης τών ικετών
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱκετήσιος
ο ικέτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱκέτης + κατάλ. -ησιος (πρβλ. βιοτήσιος, φιλοτήσιος)].
Greek Monotonic
ἱκετήσιος: [ῐ], -α, -ον, επίθ. του Δία, προστάτης θεός των ικετών, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ἱ˘κετήσιος, η, ον
epithet of Zeus, as tutelary god of suppliants, Od.