ὀρθοδαής

From LSJ

ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρθοδᾰής Medium diacritics: ὀρθοδαής Low diacritics: ορθοδαής Capitals: ΟΡΘΟΔΑΗΣ
Transliteration A: orthodaḗs Transliteration B: orthodaēs Transliteration C: orthodais Beta Code: o)rqodah/s

English (LSJ)

ὀρθοδαές, knowing rightly how to do a thing, c. inf., A.Ag.1022 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 374] ές, recht wissend, erfahren, Aesch. Ag. 993.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui sait bien.
Étymologie: ὀρθός, διδάσκω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρθοδᾰής: хорошо умеющий, искусный: ὀ. τῶν φθιμένων ἀνάγειν Aesch. (Асклепий), искусный в воскрешении умерших.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθοδαής: -ές, ὁ ὀρθῶς γινώσκων πῶς νὰ πράξῃ τι, μετ’ ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 1022.

Greek Monolingual

ὀρθοδαής, -ές (Α)
αυτός που γνωρίζει σωστά πώς να πράξει κάτι («οὐδὲ τὸν ὀρθοδαῆ τῶν φθιμένων ἀνάγειν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -δαής (< θ. δαη-, πρβλ. -δάην, αόρ. β' του δάω «μαθαίνω»), πρβλ. α-δαής (βλ. και το ομόρριζο διδάσκω)].

Greek Monotonic

ὀρθοδαής: -ές (δαῆναι), αυτός που γνωρίζει με ορθότητα πως να κάνει κάτι, με απαρ., σε Αισχύλ.

Middle Liddell

ὀρθο-δαής, ές δαῆναι
knowing rightly how to do a thing, c. inf., Aesch.