ὀρόδαμνος

From LSJ

μέτρον γὰρ τοῦ βίου τὸ καλόν, οὐ τὸ τοῦ χρόνου μῆκος → for life's measure is its beauty not its length (Plutarch, Consolatio ad Apollonium 111.D.4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρόδαμνος Medium diacritics: ὀρόδαμνος Low diacritics: ορόδαμνος Capitals: ΟΡΟΔΑΜΝΟΣ
Transliteration A: oródamnos Transliteration B: orodamnos Transliteration C: orodamnos Beta Code: o)ro/damnos

English (LSJ)

ὁ, bough, branch, AP9.3 (Pl. or Antip.), Thphr. HP 9.16.3, Call.Fr.139, Nic.Th.863, Al.603, etc.:—a shortened form ὄραμνος (q.v.); also ῥάδαμνος, LXX Jb.8.16, Suid., Hsch. (who also gives ῥόδαμνος), etc.; and ῥάδᾰμος [ῥᾰ], Nic.Al.92.

German (Pape)

[Seite 385] ὁ, = ὄραμνος, Ast, Zweig; Nic. Al. 602; Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
branche.
Étymologie: DELG étym. pas établie avec sûreté.

Russian (Dvoretsky)

ὀρόδαμνος:ветвь (sc. τῆς ἐν Δωδώνῃ φηγοῦ Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀρόδαμνος: ὁ, κλών, κλάδος, βλάστημα, Πλάτ. ἐν Ἀνθολ. Π. 9. 3, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 16, 3, Καλλ. Ἀποσπ. 139, Νικ. Ἀλεξιφ. 603, κτλ.· - συντετμημένος τις τύπος ὄραμνος ἀπαντᾷ παρὰ ποιηταῖς, Νικ. Ἀλεξιφ. 154, Ἀνθ. Π. 5. 202· - ὡσαύτως ῥάδαμνος, Ἑβδ. (Ἰὼβ Η΄, 16), Σουίδ., Ἡσύχ. (ὅστις ἔχει καὶ τὸν τύπον ῥόδαμνος), κτλ.· καὶ ῥάδᾰμος, Νικ. Ἀλεξιφ. 92. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ῥαδινός).

Greek Monolingual

ὀρόδαμνος και ὄραμνος, ὁ (Α)
κλαδί, κλωνάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για γρφ. του αιολ. Fρόδαμνος(βλ. λ. ράδαμνος) με αντιπροσώπευση του F με -ο- (πρβλ. Οράτριος). Ο τ. ὄραμνος ερμηνεύεται πιθ. ως προΐόν συμφύρσεως του ὀρόδαμνος με τη λ. ὄρμενος «κλάδος»].

Greek Monotonic

ὀρόδαμνος: ὁ, κλαδί, σε Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: branch, twig (Thphr., Call., Nic., AP).
Derivatives: Dimin. ὀροδαμνίς f. (Theoc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Prob. for Aeol. Ϝρόδαμνος = ῥάδαμνος (s.v.) with o as graphic indication for F as in ὀρίνδης (Schwyzer 313 n. 2). Unclear is ὄραμνος id. (Nic., AP); (not a cross with ὄρμενος).

Middle Liddell

ὀρόδαμνος, ὁ,
a branch, Anth. [deriv. uncertain]

Frisk Etymology German

ὀρόδαμνος: {oródamnos}
Grammar: m.
Meaning: Ast, Zweig (Thphr., Kall., Nik., AP)
Derivative: mit dem Demin. ὀροδαμνίς f. (Theok.).
Etymology : Wohl für äol. ϝρόδαμνος = ῥάδαμνος (s.d.) mit o als graphischem Ausdruck für ϝ wie in ὀρίνδης (Schwyzer 313 A. 2). Unklar bleibt ὄραμνος ib. (Nik., AP); Kreuzung mit ὄρμενος?
Page 2,424