ὁλκάς
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
English (LSJ)
ὁλκάδος, ἡ,
A ship which is towed: hence, trading vessel, merchantman, Pi.N.5.2, Hdt.3.135, 7.25, 137, Lys.32.25; ἐν ὁλκάσιν ἢ πλοίοις Th.7.7, cf. X.Ath.1.20; ὁ. σιταγωγοί Th.6.44; οἰναγωγοί Pherecr.143.5, cf. Cephisod.10: metaph., of women, AP5.160; of Europa's bull, Nonn. D. 1.66.
2 of stones, conveyed to the place of building, IG11(2).199A79 (Delos, iii B. C.).
3 ὁλκάς·.. παρ' Ἀλκμᾶνι ἀειδῶν (i.e. ἀηδών, cf. Hsch. s.v. ὁλκάς), Cyr.Coisl.394 (Rh.Mus.43.451).
German (Pape)
[Seite 323] άδος, ἡ (ἕλκω), ein Zugschiff, d. i. ein schweres Lastschiff, denn diese wurden gezogen, wie die holländischen Treckschuyten; Pind. N. 5, 2; Eur. Cycl. 503; καθορῶ τἀμπόρια καὶ τὰς ὁλκάδας, Ar. Equ. 171; Her. 7, 25. 137; Thuc. 6, 1 u. öfter; Plat. Lach. 183 d; Folgde; πιστή, Add. 5 (VII, 305); τῆς ὁλκάδος καταδύσης, Luc. Zeux. 3. – Bei sp. D. auch ὀλκάς geschrieben, s. Jac. A. P. p. 19. 637.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
vaisseau remorqué, particul. vaisseau de transport ou de charge.
Étymologie: ἕλκω.
Russian (Dvoretsky)
ὁλκάς: άδος (ᾰδ) ἡ буксирное, т. е. грузовое судно Pind., Her., Thuc. etc.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλκάς: -άδος, ἡ, (ἕλκω, ὁλκὴ) πλοῖον ῥυμουλκούμενον, συρόμενον, ὅθεν πλοῖον φορτηγόν, ἐμπορικόν, Ἡρόδ. 3. 135., 7. 25, 137, Πινδ. Ν. 5. 2, Σιμωνίδ. (;) 182, καὶ Ἀττικ.· ὁλκάσιν ἢ πλοίοις. Θουκ 7. 7, πρβλ. Ξεν. Ἀθην. Πολ. 1, 20· ὁλκ. σιταγωγοὶ Θουκ. 6. 44· οἰναγωγοὶ Φερεκρ. ἐν «Τυραννίδι» 1. 5· μεταφορ., ἐπὶ τοῦ Ταύρου τῆς Εὐρώπης, Νόνν. 1. 66. - Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς ἐνίοτε φέρεται ὁλκάς, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ. 19. 637.
English (Slater)
ὁλκᾰς merchant ship ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας (N. 5.2) met., ὁλκάδα μυριοφόρον (= τὸν ὕμνον) ?fr. 355.
Greek Monolingual
ὁλκάς, -άδος, ἡ (Α) ολκή
1. πλατύ και ογκώδες πλοίο, συνήθως ρυμουλκούμενο («οἱ μὲν πλοῖον κυβερνῶντες, οἱ δὲ ὁλκάδα», Ξεν.)
2. λίθος που μεταφερόταν στον τόπο οικοδομής.
Greek Monotonic
ὁλκάς: -άδος, ἡ (ἕλκω), ρυμουλκούμενο πλοίο, φορτηγό πλοίο, εμπορικό, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὁλκάς, άδος, ἕλκω
a ship which is towed, a ship of burthen, trading vessel, merchantman, Hdt.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
-άδος (=πλοῖο ἐμπορικό). Ἀπό τό ἕλκω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
onenaria, cargo ship, 1.137.2, 2.67.4, 2.69.1. 2.91.3. 2.92.3. 3.3.5. 4.53.3. 6.1.2, 6.22.1, 6.30.1. 6.44.1,
Ibid. bis, in the same place twice 7.7.3. 7.17.3. 7.17.4. 7.18.4, 7.19.3. 7.19.5. 7.19.57.23.2. 7.25.3. 7.25.6. 7.31.1. 7.34.1. 7.38.2. 7.38.3. 7.41.1. 7.41.2. 7.41.27.50.1. 7.53.4, 7.53.48.35.2.