ὁμόδημος
English (LSJ)
Dor. ὁμόδαμος, ον, of the same people or race, γόνος Pi.O.9.44; τινι with one, Id.I.1.30.
German (Pape)
[Seite 333] von demselben Volke; ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει, Pind. I. 1, 30; γόνος, Ol. 9, 43.
Russian (Dvoretsky)
ὁμόδημος: дор. ὁμόδᾱμος 2 принадлежащий к тому же народу (ὁ. Σπαρτῶν γένει Pind.); единоплеменный (γόνος Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, ον, ὁ ἐκ τοῦ αὐτοῦ δήμου ἢ τῆς αὐτῆς γενεᾶς, γόνος Πινδ. Ο. 9. 69· τινι, μετά τινος, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 1. 140.
Greek Monolingual
ὁμόδημος, δωρ. τ. ὁμόδαμος, -ον (Α)
αυτός που προέρχεται από τον ίδιο δήμο ή από την ίδια φυλή («ὁμόδαμος ἐὼν Σπαρτῶν γένει», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δῆμος (πρβλ. κοινόδημος)].
Greek Monotonic
ὁμόδημος: Δωρ. -δᾱμος, -ον, αυτός που ανήκει στον ίδιο δήμο ή στην ίδια γενιά, σε Πίνδ.· τινι, με κάποιον, στον ίδ.
Middle Liddell
ὁμό-δημος, δοριξ ὁμό-δᾱμος, ον,
of the same people or race, Pind.; τινι with one, Pind.