ὑαλουργός

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑᾰλουργός Medium diacritics: ὑαλουργός Low diacritics: υαλουργός Capitals: ΥΑΛΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: hyalourgós Transliteration B: hyalourgos Transliteration C: yalourgos Beta Code: u(alourgo/s

English (LSJ)

ὁ, glass-worker, Str.16.2.25, PTeb.278.20 (i A. D.), Glossaria; ὑελ-, PGot.7.4 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1168] ὁ, Glasarbeiter, Strab. 16, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ὑᾰλουργός: ὁ, (*ἔργω) ὁ ἐργαζόμενος τὴν ὕαλον, Στράβ. 758.

Greek Monolingual

ο / ὑαλουργός, ΝΑ, και ὑελουργός Α
ο παρασκευαστής γυαλιού ή κατασκευαστής γυάλινων αντικειμένων, υαλοποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕαλος / ὕελος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ξυλουργός].