ὑπεικτικός

From LSJ

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεικτικός Medium diacritics: ὑπεικτικός Low diacritics: υπεικτικός Capitals: ΥΠΕΙΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hypeiktikós Transliteration B: hypeiktikos Transliteration C: ypeiktikos Beta Code: u(peiktiko/s

English (LSJ)

ὑπεικτική, ὑπεικτικόν, disposed to yield, yielding, Arist.GC326a14.

German (Pape)

[Seite 1184] nachgiebig (?).

Russian (Dvoretsky)

ὑπεικτικός: податливый (τὸ μαλακόν Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεικτικός: -ή, -όν, ὑποχωρῶν, ἐνδοτικός, Ἀριστ. π. Γεν. καὶ Φθορ. 1. 8, 16.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑπείκω
ενδοτικός, υποχωρητικός.