ὑποδίδωμι
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
English (LSJ)
intr., give way, Arist.MA698b15; ὑ. οἱ πόδες, ἡ γῆ, Aristid.Or.31(11).12, Philostr.VA3.20; of power and empire, decay, Aristid.2.187 J., Philostr.VS1.21.4; τὴν ἰσχὺν ὑποδεδωκότες in strength, Id.Gym.48.
German (Pape)
[Seite 1215] (s. δίδωμι), intr., abnehmen, in Verfall kommen, Philostr., D. Cass. u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
1 céder, se laisser aller;
2 s'affaisser, s'écrouler, tomber en ruine.
Étymologie: ὑπό, δίδωμι.
Russian (Dvoretsky)
ὑποδίδωμι: поддаваться, т. е. уступать (дорогу) или отступать (τινί Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποδίδωμι: ἀμετάβ., ἐνδίδω, ὑποχωρῶ, Ἀριστ. περὶ Ζῴων Κινήσ. 2. 2· ὑπ. οἱ πόδες, ἡ γῆ Ἀριστείδ. 1. 78, Φιλόστρ. 111, πρβλ. 605· ― ἐπὶ δυνάμεως καὶ ἐξουσίας ἢ κράτους, καταπίπτω, παρακμάζω, ἐκπίπτω, Ἀριστείδ. 2. 187, Φιλόστρ. 517· τὴν ἰσχύν, κατὰ τὴν ἰσχύν, ὁ αὐτ.
Greek Monolingual
Α δίδωμι
(αμτβ.)
1. υποχωρώ, ενδίδω
2. (για δύναμη ή εξουσία) παρακμάζω ή εκπίπτω.
Greek Monotonic
ὑποδίδωμι: μέλ. -δώσω, υποχωρώ, εγκαταλείπω, σε Αριστ.