ὑποπερκάζω
καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer
English (LSJ)
begin to assume a dark colour, begin to turn, of grapes, ἕτεραι δ' ὑποπερκάζουσιν Od.7.126, cf. Ph.2.54:—Med., ὁ βότρυς ὑποπερκάζεται Ach.Tat.2.3; cf. περκνός.
German (Pape)
[Seite 1228] sich nach und nach dunkel färben, bes. von Trauben, die zu reisen anfangen, Od. 7, 126; Jac. Ach. Tat. 497.
French (Bailly abrégé)
commencer à noircir, càd à mûrir en parl. du raisin.
Étymologie: ὑπό, περκάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑποπερκάζω: темнеть, чернеть, т. е. созревать (ὑποπερκάζουσιν, sc. σταφυλαί Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑποπερκάζω: ὑπομελαίνομαι, ἀρχίζω νὰ γίνωμαι μέλαινα πεπαινομένη, ἐπὶ σταφυλῆς, ἕτεραι δ’ ὑποπερκάζουσιν Ὀδ. Η. 126· οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὁ βότρυς ὑποπερκάζεται Ἀχιλ. Τάτ. 2. 3· πρβλ. περκνός, περκάζω, ἀποπερκόομαι.
English (Autenrieth)
(περκνός): begin to grow dark or turn, of grapes, Od. 7.126†.
Greek Monolingual
Α
(για σταφύλι που αρχίζει να ωριμάζει) παίρνω ελαφρώς μαύρο χρώμα, αρχίζω να σκουραίνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + περκάζω «μαυρίζω, σκουραίνω»].
Greek Monotonic
ὑποπερκάζω: μόνο σε ενεστ., αρχίζω να αλλάζω χρώμα, λέγεται για σταφύλια, σε Ομήρ. Οδ.