ὠρυδόν
From LSJ
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
Adv. howling, Nic.Al.222.
Greek (Liddell-Scott)
ὠρῡδόν: ἐπίρρ. μετὰ ὠρυγμῶν, ὡς λύκος ὠρυόμενος, Νικ. Ἀλεξιφ. 222.
Greek Monolingual
Α
επίρρ. με ουρλιαχτά, σαν ωρυόμενος λύκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠρύομαι + επιρρμ. κατάλ. -δόν (πρβλ. ἀναφανδόν)].
German (Pape)
[ῡ], adv., mit Geheul, Gebrüll, heulend, brüllend, Nic. Al. 222.