ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
-ατος, τό, = ὠρυγή, LXX Ez.19.7.
Finnish: ulvonta; German: Geheul; Greek: σκούξιμο, ουρλιαχτό, υλακή, αλύχτισμα; Ancient Greek: γόος, ἰυγή, κλαγγή, ὑλακή, ὠρυγή, ὠρυγμός, ὠρυδόν, ὠρυθμός, ὠρυκτής, ὤρυμα, ὠρυτός; Italian: uggiolio; Japanese: ハウリング; Russian: вой, завывание; Spanish: aullido; Swedish: ylande