ῥῖπος
Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir
English (LSJ)
εος, τό, = ῥίψ, mat or hurdle, ῥίπεϊ καλάμων v.l. in Hdt.2.96; ἀχύρων ῥ. Docum.Ant.dell' Africa Italiana 1.86, al. (Cyrene, iv B.C.): also ῥῖπος, ὁ, Aen.Tact.29.6 (pl.), PPetr.3p.328 (pl.), Agatharch. 63, Dsc.1.45.
German (Pape)
[Seite 845] τό, eine aus Zweigen oder Schilf geflochtene Decke, Matte; Her. 2, 96 (vgl. ῥίψ); gew. ῥίπος betont, ἐπὶ ῥίπους πλέοις für ἐπὶ ῥιπός (s. ῥίψ), als v.l. Plut. de Pyth. orac. 22. ὁ, = Folgdm, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
claie, natte.
Étymologie: DELG ῥίψ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῖπος: εος τό плетенка, циновка Her.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῖπος: (οὐχὶ ῥίπος), εος, ὡς ῥίψ, ψίαθος, ψάθα, ῥίπεῖ καλάμων Ἡρόδ. 2. 96· ὡσαύτως ῥῖπος, ὁ, Διοσκ. 1. 55, Ἀγαθαρχ. σ. 47.
Greek Monolingual
ο / ῥῑπος, ΝΑ, και ῥῖπος, τὸ, Α
νεοελλ.
ναυτ.
1. πλέγμα υφαντό ή χειρόπλεχτο από φθαρμένα σχοινιά, που χρησιμεύει για να τυλίγουν τα χοντρά σχοινιά και να τά προστατεύει από την τριβή
2. φρ. «ρίπος σύγκρουσης» ή «ρίπος Μακάροφ» — ορθογώνιο παράβλημα από διπλό μουσαμά ενισχυμένο με νευρώσεις που τοποθετείται έξω από ρήγμα στη γάστρα μικρού σκάφους και σφίγγεται για να το προστατεύσει από την κατάκλυση
αρχ.
ψάθα, ψαθί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. της λ. ῥίψ, ῥιπός].
Frisk Etymological English
Meaning: wickerwork
See also: s. ῥίψ.
Frisk Etymology German
ῥῖπος: {rhĩpos}
Meaning: Flechtwerk
See also: s. ῥίψ.
Page 2,658