Ῥωμαϊκός

From LSJ

ἔσσεται ἦμαρ ὅτ' ἄν ποτ' ὀλώλῃ Ἴλιος ἱρή → the day shall come when sacred Ilios shall be laid low

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ῥωμᾰϊκός Medium diacritics: Ῥωμαϊκός Low diacritics: Ρωμαϊκός Capitals: ΡΩΜΑΪΚΟΣ
Transliteration A: Rhōmaïkós Transliteration B: Rhōmaikos Transliteration C: Romaikos Beta Code: *(rwmai+ko/s

English (LSJ)

Ῥωμαϊκή, Ῥωμαϊκόν, Roman, Plb.30.18.3, al.; δακτυλίδιον BCH29.537 (Delos, ii B.C.): Sup. Ῥωμαϊκώτατος AP9.502 (Pall.). Adv. Ῥωμαϊκῶς = in Latin, ibid.; in Roman fashion, Ptol.Euerg.7J., Plu.Aem.13: Comp., J.BJ2.20.7.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne Rome ou les Romains, romain ; p. ext. latin.
Étymologie: Ῥώμη.

Russian (Dvoretsky)

Ῥωμαϊκός: Polyb., Luc. = Ῥωμαῖος I.

Greek (Liddell-Scott)

Ῥωμαϊκός: -ή, -όν, καὶ Ῥωμαῖος, α, ον, ὡς καὶ νῦν, Πολύβ., κτλ.· ὑπερθ. -ώτατος, Ἀνθ. Π. 9. 502· - τὰ Ρωμαῖα, ludi Romani, Δίων Κ. 37. 8· - θηλ., Ῥωμαΐς, ΐδος, γυνὴ Ρωμαία, Φιλοδήμ. Ἐπιγρ. 9. Ἐπίρρ. -κῶς, Λατινιστί, Ἀνθ. Π. 9. 502, κτλ.

English (Strong)

from Ῥωμαῖος; Romaic, i.e. Latin: Latin.

English (Thayer)

Ρ᾽ωμαικη, Ρ᾽ωμαικον, Roman, Latin: R G L brackets Tr marginal reading brackets (Polybius, Diodorus, Dionysius Halicarnassus, others.))

Greek Monotonic

Ῥωμαϊκός: -ή, -όν και Ῥωμαῖος, -α, -ον, Ρωμαϊκός, Ρωμαίος, σε Πολύβ. κ.λπ.· επίρρ. -κῶς, στα Λατινικά, Λατινιστί, σε Ανθ.

Chinese

原文音譯:`Rwma?kÒj 羅馬衣可士
詞類次數:專有名詞(1)
原文字根:羅馬的
字義溯源:羅馬的,拉丁文;源自(Ῥωμαῖος)=羅馬人,羅馬),而 (Ῥωμαῖος)出自(Ῥώμη)=能力), (Ῥώμη)出自(ῥώννυμι)=加力,健康), (ῥώννυμι)又出自(ῥώννυμι)X*=擲)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 拉丁(1) 路23:38