ἄσκαφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
(big3_7)
(6)
Line 15: Line 15:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἄσκᾰφος) -ον<br />agr. [[no labrado]], [[no cavado]] γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.
|dgtxt=(ἄσκᾰφος) -ον<br />agr. [[no labrado]], [[no cavado]] γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, [[άσκαπτος]] (AM [[ἄσκαφος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με [[σκαλιστήρι]] («άσκαφτο [[αμπέλι]]», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ανοιχτεί με [[σκάψιμο]] («άσκαφτος [[λάκκος]]»)<br /><b>2.</b> όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο [[χωράφι]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[άσκαφος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>σκαφος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>εσκάφην</i>, [[σκάπτω]]<br /><i>άσκαβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκάβω]]<br /><i>άσκαφτος</i> <span style="color: red;"><</span> [[άσκαπτος]]<br />[[άσκαπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[σκαπτός]] <span style="color: red;"><</span> [[σκάπτω]]. Ο χ. [[άσκαπτος]] μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα <i>Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας</i>].
}}
}}

Revision as of 06:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄσκᾰφος Medium diacritics: ἄσκαφος Low diacritics: άσκαφος Capitals: ΑΣΚΑΦΟΣ
Transliteration A: áskaphos Transliteration B: askaphos Transliteration C: askafos Beta Code: a)/skafos

English (LSJ)

ον,

   A not dug about, ἄμπελοι Str.11.4.3.

German (Pape)

[Seite 370] (σκάπτω), unbehackt, ἄμπελος Strab. 11.

Spanish (DGE)

(ἄσκᾰφος) -ον
agr. no labrado, no cavado γῆ Pratin.5, ἄμπελοι Str.11.4.3, cf. Poll.1.246.

Greek Monolingual

-η, -ο και άσκαβος, άσκαφτος, άσκαπτος (AM ἄσκαφος, -ον)
αυτός που δεν έχει σκαφτεί, που δεν έχει καλλιεργηθεί με σκαλιστήρι («άσκαφτο αμπέλι», «ἄσκαφοι ἄμπελοι»)
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν έχει ανοιχτεί με σκάψιμο («άσκαφτος λάκκος»)
2. όποιος δεν μπορεί να σκαφτεί («άσκαφτο χωράφι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. άσκαφος < α- στερ. + -σκαφος < εσκάφην, σκάπτω
άσκαβος < α- στερ. + σκάβω
άσκαφτος < άσκαπτος
άσκαπτος < α- στερ. + σκαπτός < σκάπτω. Ο χ. άσκαπτος μαρτυρείται από το 1890 από τον Στέφανο Κουμανούδη στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας].