δίσαβος: Difference between revisions

From LSJ

πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions

Source
(big3_12)
(9)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(δίσᾱβος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />hiperdor. [[dos veces joven]] de Jasón, Dosiad.2.
|dgtxt=(δίσᾱβος) -ον<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῐ-]<br />hiperdor. [[dos veces joven]] de Jasón, Dosiad.2.
}}
{{grml
|mltxt=[[δίσαβος]], -ον (Α)<br />αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη [[φορά]], ο ξανανιωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ο τ. [[δίσαβος]] με υπερδωρισμό [[αντί]] <i>δίσηβος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δισ</i>- (<b>βλ.</b> <i>δις</i>) <span style="color: red;">+</span> <i>ήβη</i>].
}}
}}

Revision as of 06:29, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίσᾱβος Medium diacritics: δίσαβος Low diacritics: δίσαβος Capitals: ΔΙΣΑΒΟΣ
Transliteration A: dísabos Transliteration B: disabos Transliteration C: disavos Beta Code: di/sabos

English (LSJ)

[ῐ], ον, hyperdor. for δίσηβος,

   A twice young, AP15.26 (Dosiad.).

German (Pape)

[Seite 642] (ἥβη), zweimal jung, Dosiad. ara 2 (XV, 26).

Greek (Liddell-Scott)

δίσᾱβος: [ῑ], -ον, Δωρ, ἀντὶ δίσηβος, ὁ δὶς ἡβῶν, δὶς νέος, Ἀνθ. Π. 15. 26.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
deux fois jeune, devenu jeune une seconde fois.
Étymologie: δίς, ἥβη.

Spanish (DGE)

(δίσᾱβος) -ον

• Prosodia: [-ῐ-]
hiperdor. dos veces joven de Jasón, Dosiad.2.

Greek Monolingual

δίσαβος, -ον (Α)
αυτός που διέρχεται την ήβη για δεύτερη φορά, ο ξανανιωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. δίσαβος με υπερδωρισμό αντί δίσηβος < δισ- (βλ. δις) + ήβη].