ψελλός: Difference between revisions
Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart
(Bailly1_5) |
(47c) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui prononce mal certains sons;<br /><b>2</b> mal articulé, obscur, inintelligible.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui prononce mal certains sons;<br /><b>2</b> mal articulé, obscur, inintelligible.<br />'''Étymologie:''' DELG onomatopée. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[ψελλός]], -ή, -όν, ΝΑ<br />αυτός που δυσκολεύεται στην [[άρθρωση]] τών λέξεων<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>με παθ. σημ.</b>) (για λέξεις) [[ασαφής]], [[ακατάληπτος]], [[σκοτεινός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικό επίθ., ο [[σχηματισμός]] του οποίου οφείλεται σε [[ονοματοποιία]]. Το [[επίθημα]] -<i>λο</i>-<i>ς</i> του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (<b>[[πρβλ]].</b> <i>τραυ</i>-<i>λός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν,
A faltering in speech, like a child; distd. fr. τραυλός (lisping), Arist.HA492b32, Pr.902b22; τὸ ψ. prob. in Phld.Rh.2.206S.; ἡ ψελλὴ οὐ πιττεύω (i. e. πιστεύω) Suid., App.Prov.3.17. II Pass. of words, inarticulate, obscure, unintelligible, A.Pr. 816; ψελλόν ἐστι καὶ καλεῖ τὴν ἄρκτον ἄρτον Com.Adesp.393.
German (Pape)
[Seite 1393] (von ψέω, ψάω, wie τραυλός von θραύω), lallend, stammelnd, stotternd, lispelnd, καὶ τραυλός Arist. H. A. 1, 11; bes. wer einen Buchstaben nicht aussprechen kann, oder wie die Kinder Sylben ausläßt, wie z. B. bei Ar. fr. 536 ein ψελλὸς ἄρτος u. σῦκα statt ἄρκτος u. ἄστυ ausspricht. Vgl. Arist. probl. 11, 30. – Dah. überh. = undeutlich aussprechend, unverständlich, Aesch. Prom. 818 neben δυσεύρετος.
Greek (Liddell-Scott)
ψελλός: -ή, -όν, ὁ σφαλλόμενος ἐν τῷ προφέρειν τὰς λέξεις, μὴ δυνάμενος νὰ προφέρῃ γράμματά τινα ἢ συλλαβὰς καὶ παραλείπων αὐτὰ ὡς τὰ παιδία· διακρίνεται ἀπὸ τοῦ τραυλὸς (ὁ προφέρων πλημμελῶς γράμμα τι), Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 11, Προβλ. 11. 30, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 536, ἴδε ψελλίζω. ΙΙ. παθ. ἐπὶ λέξεων, ἄναρθρος, σκοτεινὸς, ἀδιανόητος, τῶν δ’ εἴ τί σοι ψελλόν τε καὶ δυσεύρετον Αἰσχύλ Προμ. 816.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui prononce mal certains sons;
2 mal articulé, obscur, inintelligible.
Étymologie: DELG onomatopée.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ψελλός, -ή, -όν, ΝΑ
αυτός που δυσκολεύεται στην άρθρωση τών λέξεων
αρχ.
(με παθ. σημ.) (για λέξεις) ασαφής, ακατάληπτος, σκοτεινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικό επίθ., ο σχηματισμός του οποίου οφείλεται σε ονοματοποιία. Το επίθημα -λο-ς του επιθ. απαντά και σε άλλα επίθ. δηλωτικά ασθένειας, αδυναμίας (πρβλ. τραυ-λός)].