έπω: Difference between revisions

From LSJ

τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us

Source
(14)
(No difference)

Revision as of 06:32, 29 September 2017

Greek Monolingual

(I)
ἕπω (Α)
ασχολούμαι, καταγίνομαι με κάτι («τὸν δ’ εὗρ’ ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε ἕποντα», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. sep «ασχολούμαι, τιμώ». Συνδέεται με το αρχ. ινδ. sapati «περιποιούμαι, αποδίδω σεβασμό» και το παρεκτεταμένο λατ. sepel -io «θάβω». Συγγενείς πιθ. οι τ. δί-οπος «κυβερνήτης πλοίου» και όπ-λον, με ετεροιωμένη βαθμίδα καθώς και επ-η -τύς με παρέκταση -η- (πρβλ. εδ-η -τύς) και ψίλωση. Ενωρίς επήλθε σύγχυση του έπω με το έπομαι, η οποία κατέληξε στην εξαφάνιση του πρώτου.
ΣΥΝΘ. (Β’ συνθετικό) αμφ(ι)έπω, διέπω, εφέπω, μεθέπω.———————— (II)
ἕπω (Α)
(μόνο στη μέση φωνή) έπομαι.———————— (III)
ἕπω (Α)
αποκαλῶ, ονομάζω.