ἐρυμνότης: Difference between revisions
Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ητος (ἡ) :<br />position fortifiée <i>ou</i> situation infranchissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυμνός]]. | |btext=ητος (ἡ) :<br />position fortifiée <i>ou</i> situation infranchissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἐρυμνός]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐρυμνότης]], ἡ (Α) [[ερυμνός]]<br /><b>1.</b> η [[σιγουριά]], η [[ασφάλεια]] μιας θέσης ή ενός τόπου («[[ἐρυμνότης]] τῶν τειχών», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ἐρυμνότης]] τῶν Ἄλπεων» — [[δυσκολία]] [[κατά]] τη [[διάβαση]] τών ‘Αλπεων. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
ητος, ἡ,
A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37 ; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.
German (Pape)
[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.
Greek Monolingual
ἐρυμνότης, ἡ (Α) ερυμνός
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.