ἐπιχρώννυμι: Difference between revisions
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
(Bailly1_2) |
(14) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=colorer à la surface, teindre légèrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρώννυμι]]. | |btext=colorer à la surface, teindre légèrement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χρώννυμι]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐπιχρώννυμι]] και ἐπιχρωνύω (Α)<br />[[καλύπτω]] την [[επιφάνεια]] με [[χρώμα]] («οὐκ [[ἄχρι]] τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς [[βάθος]]... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα»)<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>ἐπιχρώννυμαι</i><br />έχω την [[επιφάνεια]] μόνο βαμμένη, [[παρέχω]] επιπόλαια μόνο την [[εντύπωση]] ότι («οἱ δὲ [[ὄντως]] μὲν μὴ φιλόσοφοι, δόξαις δ’ ἐπικεχρωσμένοι» — αυτοί όμως πραγματικά δεν [[είναι]] φιλόσοφοι [[αλλά]] [[απλώς]] πασαλειμμένοι με τη [[φήμη]] του φιλοσόφου, <b>Πλάτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[χρώννυμι]] «[[χρωματίζω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:33, 29 September 2017
English (LSJ)
and ἐπιχωννύω, fut. -χρώσω: pf.
A -κέχρωκα Plu.(v.infr.) : —rub or smear over, colour on the surface, tinge, τι Ruf.Anat.30, Plu. 2.395e, cf. Plot.4.5.7 ; τινι with a thing, Luc.Dom.8 ; οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ' ἐς βάθος.. φαρμάκοις.. καταβαφεῖσα Id.Im. 16 : metaph., ψυχὴ ἐπακτὸν νοῦν ἔχει -χρωννύντα αὐτήν Plot.5.6.4:— Pass., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι merely tinged with.., Pl.Ep.340d.
German (Pape)
[Seite 1005] (s. χρώννυμι), mit Farbe bestreichen, färben, οἶκον ἐρυθήματι Luc. dom. 8; ὁ ἀὴρ ἐπικέχρωκε τὸν χαλκόν Plut. de Pyth. orac. 4; Luc. imag. 16 οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, nur auf der Oberfläche, ἐς βάθος δευσοποιοῖς τισι φαρμάκοις ἐς κόρον καταβαφεῖσα, tief, echt gefärbt; – übertr., οἱ ὄντως μὴ φιλόσοφοι δόξαις δὲ ἐπικεχρωσμένοι, die nur so den Anstrich davon haben, Plat. Ep. VII, 340 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχρώννῡμι: καὶ -ύω: μέλλ. -χρώσω, τρίβω ἢ ἀλείφω ἐπί τινος, χρωματίζω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, καὶ τὸν οἶκον ὅλον ἐπιχρώννυσι τῷ ἐρυθήματι, καὶ δίδει εἰς ὅλον τὸν οἶκον χρωματισμόν τινα διὰ τοῦ ἐρυθήματος (ὁ χρυσός), Λουκ. περὶ Οἴκου 8· ἥν δ’ ἔχων φύσιν ὁ ἀήρ... κατὰ τὰς ἐπιψαύσεις ἐπικέχρωκε τὸν χαλκὸν Πλούτ. 2. 395Ε· ἡ εἰκὼν κεκοσμήσθω, οὐκ ἄχρι τοῦ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῖσα Λουκ. Εἰκ. 16· μεταφ., δόξαις ἐπικεχρωσμένοι, ἁπλῶς χρωματισμένοι μὲ δόξας, Πλάτ. Ἐπιστ. 340D.
French (Bailly abrégé)
colorer à la surface, teindre légèrement.
Étymologie: ἐπί, χρώννυμι.
Greek Monolingual
ἐπιχρώννυμι και ἐπιχρωνύω (Α)
καλύπτω την επιφάνεια με χρώμα («οὐκ ἄχρι τοῡ ἐπικεχρῶσθαι μόνον, ἀλλ’ ἐς βάθος... φαρμάκοις... καταβαφεῑσα»)
2. παθ. ἐπιχρώννυμαι
έχω την επιφάνεια μόνο βαμμένη, παρέχω επιπόλαια μόνο την εντύπωση ότι («οἱ δὲ ὄντως μὲν μὴ φιλόσοφοι, δόξαις δ’ ἐπικεχρωσμένοι» — αυτοί όμως πραγματικά δεν είναι φιλόσοφοι αλλά απλώς πασαλειμμένοι με τη φήμη του φιλοσόφου, Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρώννυμι «χρωματίζω»].