εὐφρόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(Bailly1_2)
(15)
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> joyeux;<br /><b>2</b> qui réjouit.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφρων]].
|btext=η, ον :<br /><b>1</b> joyeux;<br /><b>2</b> qui réjouit.<br />'''Étymologie:''' [[εὔφρων]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφρόσυνος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br />αυτός που ευφραίνει, που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], [[αγαλλίαση]] («[[βασιλεία]]... [[χαρμόσυνος]], [[εὐφρόσυνος]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]] («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐφρόσυνον</i><br />([[κατά]] τον Πλίν.) το [[βούγλωσσον]], [[φυτό]] που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφροσύνως</i> (Α εὐφροσύνως)<br />με [[χαρά]], με [[αγαλλίαση]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>φροσύνη</i>, [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]].
}}
}}

Revision as of 06:34, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφρόσῠνος Medium diacritics: εὐφρόσυνος Low diacritics: ευφρόσυνος Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: euphrósynos Transliteration B: euphrosynos Transliteration C: effrosynos Beta Code: eu)fro/sunos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον dub. in AP5.39.6 (Nicarch.), IGRom. 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for εὔφρων,

   A cheery, merry, Ptol.Tetr.166, Vett.Val.15.5, Sammelb.411 (iii/iv A.D.). Adv. -νως in good cheer, Thgn.766.    II Act., cheering, making cheerful, Dsc.4.127; νύξ Orph.H.3.5, etc.    2 εὐφρόσυνον, τό, = βούγλωσσον, Plin.HN25.81.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 joyeux;
2 qui réjouit.
Étymologie: εὔφρων.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίασηβασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον
(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.
επίρρ...
ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)
με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].