Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡμίφωνος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
(6_17)
(16)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἡμίφωνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ προφερόμενος, Ἀρισταίν. 1. 10· - ἡμίφωνον, τό, τὸ ἡμίσειαν φωνὴν ἔχον, «ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν [[ἄνευ]] προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, [[οἷον]] τὸ α καὶ τὸ ω, ἡμίφωνον δὲ τὸ [[μετὰ]] προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, [[οἷον]] τὸ σ καὶ τὸ ρ» Ἀριστ. Ποιητ. 20, 3· -φωνία Ἀν. Ὀξ. 3. 87 πρβλ. [[φωνήεις]].
|lstext='''ἡμίφωνος''': -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ προφερόμενος, Ἀρισταίν. 1. 10· - ἡμίφωνον, τό, τὸ ἡμίσειαν φωνὴν ἔχον, «ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν [[ἄνευ]] προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, [[οἷον]] τὸ α καὶ τὸ ω, ἡμίφωνον δὲ τὸ [[μετὰ]] προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, [[οἷον]] τὸ σ καὶ τὸ ρ» Ἀριστ. Ποιητ. 20, 3· -φωνία Ἀν. Ὀξ. 3. 87 πρβλ. [[φωνήεις]].
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἡμίφωνος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ή αποτελεί μισή [[φωνή]], που εκφωνείται [[κατά]] το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο [[χαμηλόφωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ημίφωνο</i><br />α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ<br />β) <b>(φωνολ.)</b> [[φώνημα]] που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, [[δηλαδή]] που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, [[άλλοτε]] ως [[φωνήεν]] και [[άλλοτε]] ως [[σύμφωνο]] (π.χ. [[παιδί]]: παιδιού)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «[[ημίφωνος]] [[φθόγγος]]» — το ημίφωνο<br /><b>αρχ.</b><br />μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί [[ολόκληρος]] («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ημιφώνως</i><br />με ημίφωνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>φωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ά</i>-<i>φωνος</i>, [[κακό]]-<i>φωνος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:35, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμίφωνος Medium diacritics: ἡμίφωνος Low diacritics: ημίφωνος Capitals: ΗΜΙΦΩΝΟΣ
Transliteration A: hēmíphōnos Transliteration B: hēmiphōnos Transliteration C: imifonos Beta Code: h(mi/fwnos

English (LSJ)

ον,

   A half-pronounced, λέξις Aristaenet.1.10.    2 Subst. ἡμίφωνον, τό, a semi-vowel, as ρ ς, Arist.Po.1456b27, Phld.Po.2.16, D.H.Comp.14, D.T.631.16, etc.    II half able to speak, Gal.UP6.3; half-vocal, of certain signs of the Zodiac, Cat.Cod.Astr.1.166, Vett.Val.5.24:—hence ἡμι-φωνία, ἡ, Steph.in Hp.1.184D.

German (Pape)

[Seite 1171] halbtönend, Halbvocal (σ, ρ), Arist. poet. 20; B. A. 631; – λέξις, halb ausgesprochen, Aristaen. 1, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμίφωνος: -ον, κατὰ τὸ ἥμισυ προφερόμενος, Ἀρισταίν. 1. 10· - ἡμίφωνον, τό, τὸ ἡμίσειαν φωνὴν ἔχον, «ἔστι δὲ φωνῆεν μὲν ἄνευ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ α καὶ τὸ ω, ἡμίφωνον δὲ τὸ μετὰ προσβολῆς ἔχον φωνὴν ἀκουστήν, οἷον τὸ σ καὶ τὸ ρ» Ἀριστ. Ποιητ. 20, 3· -φωνία Ἀν. Ὀξ. 3. 87 πρβλ. φωνήεις.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἡμίφωνος, -ον)
1. αυτός που έχει ή αποτελεί μισή φωνή, που εκφωνείται κατά το ήμισυ ή εν μέρει μόνο, ο χαμηλόφωνος
2. το ουδ. ως ουσ. το ημίφωνο
α) (αρχ. γραμμ.) τα σύμφωνα λ, ρ, μ, ν, σ
β) (φωνολ.) φώνημα που διαθέτει και φωνηεντικά και συμφωνικά αλλόφωνα, δηλαδή που εμφανίζεται, αναλόγως περιβάλλοντος, άλλοτε ως φωνήεν και άλλοτε ως σύμφωνο (π.χ. παιδί: παιδιού)
3. φρ. «ημίφωνος φθόγγος» — το ημίφωνο
αρχ.
μισοειπωμένος, που δεν πρόφθασε να λεχθεί ολόκληρος («ἡμίφωνον καταλέλοιπε λέξιν», Αρισταίν.).
επίρρ...
ημιφώνως
με ημίφωνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -φωνος (< φωνή), πρβλ. ά-φωνος, κακό-φωνος].