ἐπιδευής: Difference between revisions

From LSJ

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source
(Autenrieth)
(13)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=ές ([[ἐπιδεύομαι]]): in [[need]] of, [[lacking]], [[inferior]] to; [[δαιτός]], Il. 9.225; w. [[two]] genitives (and illustrating [[both]] meanings at [[once]]), βίης ἐπιδευέες εἰμὲν Ὀδυσῆος, Od. 21.253.—Adv., ἐπιδευὲς ἔχειν δίκης, ‘[[fail]] of,’ Il. 19.180.
|auten=ές ([[ἐπιδεύομαι]]): in [[need]] of, [[lacking]], [[inferior]] to; [[δαιτός]], Il. 9.225; w. [[two]] genitives (and illustrating [[both]] meanings at [[once]]), βίης ἐπιδευέες εἰμὲν Ὀδυσῆος, Od. 21.253.—Adv., ἐπιδευὲς ἔχειν δίκης, ‘[[fail]] of,’ Il. 19.180.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἐπιδευής]], -ές (Α) [[επιδεύομαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που στερείται [[κάτι]] («βιότου [[ἐπιδευής]]», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[φτωχός]]<br /><b>3.</b> [[ελλιπής]] («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>4.</b> [[αδύνατος]], [[αδύναμος]] («[[οὐδέ]] τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’ ἐπιδευέες ἧμεν» — [[κανείς]] από μάς δεν μπορούσε να τεντώσει τη [[νευρά]] του δυνατού τόξου, [[αλλά]] είμαστε πολύ αδύνατοι γι’ αυτό, <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
}}

Revision as of 06:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδευής Medium diacritics: ἐπιδευής Low diacritics: επιδευής Capitals: ΕΠΙΔΕΥΗΣ
Transliteration A: epideuḗs Transliteration B: epideuēs Transliteration C: epidevis Beta Code: e)pideuh/s

English (LSJ)

ές, poet. for ἐπιδεής,

   A in need or want of, lacking, c. gen., δαιτὸς ἐΐσης, κρειῶν, γάλακτος, etc., Il.9.225, Od.4.87, etc.; βιότου Hes.Th.605; λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς lacking not scathe nor scorn, Il.13.622; τῶν πάντων ἐπιδευέες (v.l.-δεέες) Hdt.4.130: abs., ὅς κ' ἐπιδευής whoever be in want, Il.5.481, cf. Parm.8.33.    II. lacking, failing, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα that thou may'st have no point of right wanting, Il.19.180: c. gen., βίης ἐπιδευέες failing in strength, Od.21.185; ἐ. θέσφατα μαντοσύνης A.R.2.315: as Comp., βίης ἐπιδευέες εἰμὲν ἀντιθέου Ὀδυσῆος inferior to Ulysses in strength, Od.21.253, cf. h.Ap.338: and abs., πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν far too weak were we, Od.24.171: c. inf., τεθνάκην ὀλίγω 'πιδεύης cj. in Sapph.2.15.

German (Pape)

[Seite 936] ές, ep. = ἐπιδεής, ermangelnd, bedürftig, τυροῦ καὶ κρειῶν Od. 4, 87; δαιτὸς ἐΐσης Il. 9, 225; absolut, κτήματα τά τ' ἔλδεται ὅς κ' ἐπιδευής, sc. αὐτῶν 5, 481; βίης ἐπιδευέες, schwächer, Od. 21, 185, wie εἰ δὲ τοσόνδε βίης ἐπιδευέες εἰμὲν – Ὀδυσῆος 253, vgl. H. Apoll. 338, absolut, οὐδέ τις ἡμείων δύνατο – νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ' ἐπιδευέες ἦμεν, wir waren viel zu schwach, Od. 24, 171; βιότου Hes. Th. 605; τῶν πάντων ἐπιδευέες Her. 4, 130; sp. D., wie Ap. Rh. 1, 866; – λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευεῖς, an Schande u. Schimpf keinen Mangel, d. i. genug davon habend, Il. 13, 622, ἵνα μή τι δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα, damit dir Nichts an deinem Rechte mangele, 19, 180.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui manque de, gén. : δαιτός IL de nourriture ; τῶν πάντων HDT de tout ; abs. qui est dans le besoin ; en parl. de choses abstraites λώβης τε καὶ αἴσχεος οὐκ ἐπιδευής IL qui n’est pas à l’abri du déshonneur ni de la honte;
2 insuffisant, inférieur, τινος : βίης ἐπιδευής OD inférieur en force ; βίης ἐπιδευής τινος OD inférieur en force à qqn ; abs. insuffisant, trop faible.
Étymologie: ἐπιδεύομαι.

English (Autenrieth)

ές (ἐπιδεύομαι): in need of, lacking, inferior to; δαιτός, Il. 9.225; w. two genitives (and illustrating both meanings at once), βίης ἐπιδευέες εἰμὲν Ὀδυσῆος, Od. 21.253.—Adv., ἐπιδευὲς ἔχειν δίκης, ‘fail of,’ Il. 19.180.

Greek Monolingual

ἐπιδευής, -ές (Α) επιδεύομαι
1. αυτός που στερείται κάτι («βιότου ἐπιδευής», Ησίοδ.)
2. φτωχός
3. ελλιπής («ἵνα μή τις δίκης ἐπιδευὲς ἔχῃσθα», Ομ. Ιλ.)
4. αδύνατος, αδύναμοςοὐδέ τις ἡμείων δύνατο κρατεροῖο βιοῖο νευρὴν ἐντανύσαι, πολλὸν δ’ ἐπιδευέες ἧμεν» — κανείς από μάς δεν μπορούσε να τεντώσει τη νευρά του δυνατού τόξου, αλλά είμαστε πολύ αδύνατοι γι’ αυτό, Ομ. Οδ.).