καινόλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source
(6_16)
(18)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινόλεκτος''': -ον, [[νεόλεκτος]], κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, [[ἀσυνήθης]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.
|lstext='''καινόλεκτος''': -ον, [[νεόλεκτος]], κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, [[ἀσυνήθης]], Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.
}}
{{grml
|mltxt=[[καινόλεκτος]], -ον (Α)<br />αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, [[ασυνήθης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>λεκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]]), <b>[[πρβλ]].</b> [[αμφί]]-<i>λεκτος</i>, <i>νεό</i>-<i>λεκτος</i>].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινόλεκτος Medium diacritics: καινόλεκτος Low diacritics: καινόλεκτος Capitals: ΚΑΙΝΟΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: kainólektos Transliteration B: kainolektos Transliteration C: kainolektos Beta Code: kaino/lektos

English (LSJ)

ον,

   A new-fangled, Hdn. Epim.3.

German (Pape)

[Seite 1294] auf neue Weise, ungewöhnlich gesagt, Hdn. epim. p. 3.

Greek (Liddell-Scott)

καινόλεκτος: -ον, νεόλεκτος, κατὰ νέον τρόπον λεχθείς, ἀσυνήθης, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. σ. 3.

Greek Monolingual

καινόλεκτος, -ον (Α)
αυτός που ειπώθηκε με καινούργιο και ασυνήθιστο τρόπο, ασυνήθης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -λεκτος (< λέγω), πρβλ. αμφί-λεκτος, νεό-λεκτος].