γοργώψ: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?

Source
(big3_10)
(8)
Line 18: Line 18:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ῶπος<br /><b class="num">1</b> [[de mirada terrorífica]] γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.<i>HF</i> 131, de las Erinis, E.<i>Or</i>.261.<br /><b class="num">2</b> [[ornado con la cara de la Gorgona]] de la égida, E.<i>El</i>.1257.
|dgtxt=-ῶπος<br /><b class="num">1</b> [[de mirada terrorífica]] γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.<i>HF</i> 131, de las Erinis, E.<i>Or</i>.261.<br /><b class="num">2</b> [[ornado con la cara de la Gorgona]] de la égida, E.<i>El</i>.1257.
}}
{{grml
|mltxt=[[γοργώψ]] (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)<br /><b>1.</b> ο [[γοργωπός]]<br /><b>2.</b> <b>θηλ.</b> [[γοργῶπις]], <i>η</i><br />[[επίθετο]] της Αθηνάς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[γοργός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωψ</i>, -<i>ωπός</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ωψ</i> (<i>ωπός</i>) «όψη, [[μάτι]], [[πρόσωπο]]» (<b>[[πρβλ]].</b> [[γλαυκώψ]] και για το θηλ. <b>[[πρβλ]].</b> [[γλαυκώπις]], [[ελικώπις]], [[ευώπις]] κ.α)].
}}
}}

Revision as of 06:37, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γοργώψ Medium diacritics: γοργώψ Low diacritics: γοργώψ Capitals: ΓΟΡΓΩΨ
Transliteration A: gorgṓps Transliteration B: gorgōps Transliteration C: gorgops Beta Code: gorgw/y

English (LSJ)

ῶπος, ὁ, ἡ, = foreg., E.El.1257, Or.261:—fem. γοργ-ῶπις, ιδος, of Athena, S.Aj.450, Fr.844.

German (Pape)

[Seite 503] ῶπος, ὁ, ἡ, dass., Eur. El. 1257 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ῶπος (ὁ, ἡ)
c. γοργωπός.

Spanish (DGE)

-ῶπος
1 de mirada terrorífica γοργῶπες ... ὀμμάτων αὐγαί E.HF 131, de las Erinis, E.Or.261.
2 ornado con la cara de la Gorgona de la égida, E.El.1257.

Greek Monolingual

γοργώψ (-ῶπος), ο, η (θηλ. και γοργώπις, η) (Α)
1. ο γοργωπός
2. θηλ. γοργῶπις, η
επίθετο της Αθηνάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γοργός + -ωψ, -ωπός < ωψ (ωπός) «όψη, μάτι, πρόσωπο» (πρβλ. γλαυκώψ και για το θηλ. πρβλ. γλαυκώπις, ελικώπις, ευώπις κ.α)].