καταβρίθω: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> accabler sous le poids, vaincre, surpasser;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> être accablé sous le poids.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βρίθω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[καταβρίθω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[είμαι]] πολύ [[βαριά]] φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[καταβαρύνω]], [[καταπιέζω]] («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[καταστρατηγώ]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[βρίθω]] «[[είμαι]] [[γεμάτος]]»].
}}
}}

Revision as of 06:39, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταβρίθω Medium diacritics: καταβρίθω Low diacritics: καταβρίθω Capitals: ΚΑΤΑΒΡΙΘΩ
Transliteration A: katabríthō Transliteration B: katabrithō Transliteration C: katavritho Beta Code: katabri/qw

English (LSJ)

[ῑ], intr.,

   A to be heavily laden, weighed down by a thing, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι Hes.Op.234; ὄρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔραζε Theoc.7.146.    II trans., weigh down, outweigh, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Id.17.95.

German (Pape)

[Seite 1341] durch eine Last niederdrücken, überwiegen, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Theocr. 17, 95. – Perf. καταβέβριθα, schwer belastet sein, τινί, Hes. O. 236; so auch praes., Theocr. 7, 146.

Greek (Liddell-Scott)

καταβρίθω: ῑ: μέλλ. -βρίσω, ἀμεταβ., βαρέως πιέζομαι ὑπό τινος, καταβαρύνομαι, ὄϊες μαλλοῖς καταβεβρίθασι, «ὑπὸ τῶν μαλλῶν καταβαροῦνται» (Μοσχόπουλ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 232· ὅρπακες βραβύλοισι καταβρίθοντες ἔρασδε, «οἱ δὲ κλάδοι ἐκλίνοντο εἰς τὴν γῆν βραβύλοις καταβαρούμενοι» (Σχόλ.), Θεόκρ. 7. 146. ΙΙ. ἀμεταβ., ὑπερτερῶ κατὰ τὸ βάρος, εἶμαι ὑπέρτερος, ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας Θεόκρ. 17. 95 (ὡς ἔχουσιν Ἀντίγραφά τινα· κοινῶς καταβεβρίθει).

French (Bailly abrégé)

1 tr. accabler sous le poids, vaincre, surpasser;
2 intr. être accablé sous le poids.
Étymologie: κατά, βρίθω.

Greek Monolingual

καταβρίθω (Α)
1. είμαι πολύ βαριά φορτωμένος («εἰροκόποι δ' ὄϊες μαλλοῑς καταβεβρίθασι», Ησίοδ.)
2. καταβαρύνω, καταπιέζω («ὄλβῳ μὲν πάντας κε καταβρίθοι βασιλῆας», Θεόκρ.)
3. καταστρατηγώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + βρίθω «είμαι γεμάτος»].