κατόψιος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so

Source
(Bailly1_3)
(20)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui a vue sur, qui est en face de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]].
|btext=ος, ον :<br />qui a vue sur, qui est en face de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κατόψιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ορατός]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται [[απέναντι]] σε κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> «Σύνθ. εκ συναρπαγής» <span style="color: red;"><</span> φρ. <i>κατ</i>' <i>ὄψιν</i>].
}}
}}

Revision as of 06:40, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατόψιος Medium diacritics: κατόψιος Low diacritics: κατόψιος Capitals: ΚΑΤΟΨΙΟΣ
Transliteration A: katópsios Transliteration B: katopsios Transliteration C: katopsios Beta Code: kato/yios

English (LSJ)

ον, (ὄψις)

   A visible, A.R.2.543.    II in sight of, opposite, γῆς τῆσδε E.Hipp.30.

German (Pape)

[Seite 1406] vor Augen liegend, sichtbar, Ap. Rh. 2, 543. Aber γῆς τῆσδε κατόψιον πέτραν ist = vor Augen, gegenüberliegend, Eur. Hipp. 30.

Greek (Liddell-Scott)

κατόψιος: -ον, (ὄψις) ὁρατός, πᾶσαι αἱ κέλευθοι κατόψιοι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 545. ΙΙ. ἐνώπιον, ἀπέναντι, τίνος Εὐρ. Ἱππ. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui a vue sur, qui est en face de, gén..
Étymologie: κατόψομαι.

Greek Monolingual

κατόψιος, -ον (Α)
1. ορατός
2. φρ. «κατόψιός τινος» — αυτός που βρίσκεται απέναντι σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» < φρ. κατ' ὄψιν].