εὐσταθής: Difference between revisions

From LSJ

δειλὴ δ' ἐν πυθμένι φειδώthrift in the lees is worthless

Source
(Autenrieth)
(15)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[ἵστημι]]): [[well]]-based, firmstanding; [[μέγαρον]], [[θάλαμος]], Σ 3, Od. 23.178.
|auten=([[ἵστημι]]): [[well]]-based, firmstanding; [[μέγαρον]], [[θάλαμος]], Σ 3, Od. 23.178.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταθής]], -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)<br />[[σταθερός]], αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές [[οικοδόμημα]]» β. «[[ευσταθής]] [[μοναρχία]]», Φιλόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῑχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> σταθερὸς, σοβαρὸς<br /><b>3.</b> αυτὸς που επιμένει σε [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[ήρεμος]], [[πράος]] («εὐσταθεῑς ψυχαί», Δημόκρ.)<br /><b>5.</b> [[υγιής]]<br /><b>6.</b> <b>φρ.</b> «εὐσταθεῑς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα <b>(Ιπποκρ.)</b>. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευσταθώς</i> (ΑΜ εὐσταθῶς<br />Α και εὐσταθέως)<br />[[σταθερά]], με [[ασφάλεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταθής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάθην</i> παθ. αόρ. του ρ. [[ίσταμαι]]). Κατά το [[σχήμα]] [[ακρατής]] / [[κρατερός]], [[αφανής]] / [[φανερός]] («[[νόμος]] του Caland») σχηματίστηκαν και [[ασταθής]] / [[ευσταθής]]: [[σταθερός]]. Από το [[ευσταθής]] προήλθε και κύρ. όν. <i>Ευστάθιος</i>, απ' όπου το σημερ. <i>Στάθης</i>].
}}
}}

Revision as of 06:41, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐσταθής Medium diacritics: εὐσταθής Low diacritics: ευσταθής Capitals: ΕΥΣΤΑΘΗΣ
Transliteration A: eustathḗs Transliteration B: eustathēs Transliteration C: efstathis Beta Code: eu)staqh/s

English (LSJ)

ές, Ep. ἐϋστ-, as always in Hom., (ἵσταμαι)

   A well-based, well-built, περὶ τοῖχον ἐϋσταθέος μεγάροιο Il.18.374, al.; ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, ἐκτὸς ἐϋ. θαλάμου, Od. 20.258, 23.178.    II metaph., steadfast, tranquil, ψυχαί Democr. 191; ἀνήρ Plu.2.44a; οἱ -έστεροι Hdn.2.6.5; γνώμη Aret.SA1.10; -έστεροι γνώμῃ ib.2.3; περὶ τῆς εὐσταθοῦς τῶν θεῶν διαγωγῆς dub. in Phld.D.3tit.    2 of the body, sound, healthy, σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Epicur.Fr.68, Metrod.Fr.5; of persons, healthy, sound, Ath. Med. ap. Orib.inc.7.1.    3 εὐ. νοῦσοι easily cured, not serious, Hp.Aph. 3.8; καῦσοι Id.Epid.1.1.    4 of weather, steady, settled, calm, θέρος ib. 3.15; Ζέφυρος A.R.4.821.    5 generally, steady, quiet, βίος Hierocl. p.53A.; ἁρμονία D.H.Dem.36; in political sense, firmly established, μοναρχία Phld.Hom.p.31 O.    III Adv. -θῶς, ἔχειν Sor.1.40, cf. D.L.7.182, Asp.in EN115.3; στρατοπεδεῦσαι App.Hisp.25, al.: Sup. -έστατα Id.BC2.115; Aeol. -θέως IG12(2).243 (Mytilene).

Greek (Liddell-Scott)

εὐστᾰθής: -ές, Ἐπικ. ἐϋσταθῆς, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. (ἵσταμαι): καλῶς τεθεμελιωμένος, καλῶς ᾠκοδομημένος, περὶ σταθμὸν ἐϋσταθέος μεγάροιο Ἰλ. Σ. 374, κτλ.∙ ἐντὸς ἐϋσταθέος μεγάρου, θαλάμου Ὀδ. Υ. 258, Ψ. 178. ΙΙ. μεταφ., σταθερός, σοβαρός, Πλούτ. 2. 44Α, κτλ. 2) ἐπὶ τοῦ σώματος, ὑγιής, εὖ ἔχων Ἐπίκουρ. αὐτοθι 1089D∙ σαρκὸς εὐσταθὲς κατάστημα Κλεομήδ. 2. 1. σ. 112∙ πρβλ∙ εὐσταθέω, εὐστάθεια. 3) εὐσταθεῖς νοῦσοι, εὐκόλως θεραπευόμεναι, οὐχὶ σοβαραί, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 938. 4) ἐπὶ ἀτμοσφαιρικῆς καταστάσεως, ἐπὶ ἀνέμων, κλ., σταθερός, ἀμετάβλητος, ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τῷ Γ΄, 1091∙ Ζέφυρος Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 820. 5) καθόλου, σταθερός, ἥσυχος, βίος Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 1∙ ἁρμονία Διον. Ἁλ. π. Δημ. 36. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. -θῶς, Διογ. Λ. 7. 182, Ἀππ. παρὰ Σουΐδ.∙ -θέως, Ἐπιγραφ. Μυτιλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2189.

French (Bailly abrégé)

épq. ἐϋσταθής;
ής, ές :
I. bien établi, ferme, fixe, solide;
II. p. suite
1 stable;
2 chez les Épicuriens en parl. du corps consistant;
3 équilibré, sain de corps et d’âme, d’un caractère calme ou rassis.
Étymologie: εὖ, ἵστημι.

English (Autenrieth)

(ἵστημι): well-based, firmstanding; μέγαρον, θάλαμος, Σ 3, Od. 23.178.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταθής, -ές, Α και επικ. τ. ἐϋσταθής, -ές)
σταθερός, αυτός που δεν κλονίζεται, δεν κλυδωνίζεται εύκολα ή δεν απειλείται από μεταβολές (α. «ευσταθές οικοδόμημα» β. «ευσταθής μοναρχία», Φιλόδ.)
αρχ.
1. ο καλά θεμελιωμένος ή οικοδομημένος («περὶ τοῑχον ἐϋσταθέος μεγάροιο», Ομ. Ιλ.)
2. σταθερὸς, σοβαρὸς
3. αυτὸς που επιμένει σε κάτι
4. ήρεμος, πράος («εὐσταθεῑς ψυχαί», Δημόκρ.)
5. υγιής
6. φρ. «εὐσταθεῑς νoῡσοι» — οι αρρώστιες που θεραπεύονται εύκολα (Ιπποκρ.).
επίρρ...
ευσταθώς (ΑΜ εὐσταθῶς
Α και εὐσταθέως)
σταθερά, με ασφάλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταθής (< εστάθην παθ. αόρ. του ρ. ίσταμαι). Κατά το σχήμα ακρατής / κρατερός, αφανής / φανερόςνόμος του Caland») σχηματίστηκαν και ασταθής / ευσταθής: σταθερός. Από το ευσταθής προήλθε και κύρ. όν. Ευστάθιος, απ' όπου το σημερ. Στάθης].