κρουματικός: Difference between revisions

From LSJ

ἡ γὰρ σιωπὴ τοῖς σοφοῖσιν ἀπόκρισιςsilence, you see, is an answer for the wise (Menander)

Source
(Bailly1_3)
(22)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : [[διάλεκτος]] κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κροῦμα]].
|btext=ή, όν :<br />qui concerne l’action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : [[διάλεκτος]] κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κροῦμα]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κρουματικός]], -ή, -όν (Α) [[κρούμα]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει [[σχέση]] με το [[παίξιμο]] κάποιου έγχορδου οργάνου<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[διάλεκτος]] κρουματική» — η [[έκφραση]] ή το ύφος που διαφαίνεται στο [[παίξιμο]] ενός έγχορδου οργάνου<br />β) «λέξεις κρουματικαί» — ο [[ήχος]] έγχορδου οργάνου ή, κατ' [[επέκταση]], [[άναρθρος]] [[ήχος]].
}}
}}

Revision as of 06:42, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρουματικός Medium diacritics: κρουματικός Low diacritics: κρουματικός Capitals: ΚΡΟΥΜΑΤΙΚΟΣ
Transliteration A: kroumatikós Transliteration B: kroumatikos Transliteration C: kroumatikos Beta Code: kroumatiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for playing on a stringed instrument, σοφίη AP11.352.2 (Agath.): in a general sense, ἡ κ. μουσικὴ ἡ διὰ τῶν αὐλῶν Suid.s.v. Ὄλυμπος; διάλεκτος κ. style in playing, Plu.2.1138b; λέξεις κρουσματικαί sounds of music, i.e. inarticulate sounds without sense, Plb.3.36.3.

German (Pape)

[Seite 1514] zum Schlagen, bes. zum Spielen eines Saiteninstruments, das mit dem Plektrum geschlagen wird, gehörig; κρουματικὴ σοφίη, die Kunst des Saitenspiels, Agath. 68 (XI, 352); διάλεκτος κρ., der Ausdruck im Spielen eines Instruments, Plut. de mus., v. l. κρουσματικός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

κρουματικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς τὸ παίζειν ἐπὶ ἐγχόρδου ὀργάνου, σοφίη Ἀνθ. Π. 11. 352· κρ. μουσική, ἐνόργανος, Σουΐδ. ἐν λ. Ὄλυμπος· διάλεκτος κρ., ἔκφρασις ἐν τῷ παίζειν ὄργανον, Πλούτ. 2. 1138Β· λέξις κρ., ἦχοςτόνος ἐνοργάνου μουσικῆς, δηλ. ἄναρθρος ἦχος ἄνευ ἐννοίας, Πολύβ. 3. 36, 3, πρβλ. 1 Ἐπιστ. π. Κορ. ιδ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne l’action de frapper un instrument à cordes avec le plectre : διάλεκτος κρουματική PLUT expression dans le jeu du plectre.
Étymologie: κροῦμα.

Greek Monolingual

κρουματικός, -ή, -όν (Α) κρούμα
1. αυτός που έχει σχέση με το παίξιμο κάποιου έγχορδου οργάνου
2. φρ. α) «διάλεκτος κρουματική» — η έκφραση ή το ύφος που διαφαίνεται στο παίξιμο ενός έγχορδου οργάνου
β) «λέξεις κρουματικαί» — ο ήχος έγχορδου οργάνου ή, κατ' επέκταση, άναρθρος ήχος.