μέλισμα: Difference between revisions

From LSJ

συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative

Source
(Bailly1_3)
(24)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chant;<br /><b>2</b> air chanté avec accompagnement, mélodie.<br />'''Étymologie:''' [[μελίζω]]².
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> chant;<br /><b>2</b> air chanté avec accompagnement, mélodie.<br />'''Étymologie:''' [[μελίζω]]².
}}
{{grml
|mltxt=το (ΑM [[μέλισμα]]) [[μελίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μουσ.</b> περίτεχνο [[ποίκιλμα]], φωνητικό ή οργανικό, που, [[είτε]] καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας [[είτε]] γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό [[γνώρισμα]] της μουσικής ερμηνείας [[αλλά]] και του ύφους και ήθους [[κάθε]] μουσικού πολιτισμού<br /><b>μσν.</b><br />[[τεμάχιο]], [[τμήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[μελωδικός]] [[ήχος]] ή [[σκοπός]], [[μελωδία]], [[άσμα]] («[[μέλισμα]] λύρας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> λυρική [[ποίηση]].
}}
}}

Revision as of 06:46, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μέλισμα Medium diacritics: μέλισμα Low diacritics: μέλισμα Capitals: ΜΕΛΙΣΜΑ
Transliteration A: mélisma Transliteration B: melisma Transliteration C: melisma Beta Code: me/lisma

English (LSJ)

ατος, τό, (μελίζω B)

   A song, Theoc.14.31, 20.28; cf. μέλιγμα.    2 air, melody, μ. λύρας AP7.196 (Mel.); lyric poetry, ib. 4.1.35 (Id.).

German (Pape)

[Seite 123] τό, Gesang, Lied; Theocr. 14, 31; von Anakreons Liedern, Mel. 1, 35 (IV, 1) Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μέλισμα: τό, (μελίζω Β) ᾆσμα, μέλος, ᾠδή, Θεόκρ. 14. 31., 20. 28. 2) «ἦχος», μελῳδία, Ἀνθ. Π. 4. 1, 35· μ. λύρας αὐτόθι 7. 196.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 chant;
2 air chanté avec accompagnement, mélodie.
Étymologie: μελίζω².

Greek Monolingual

το (ΑM μέλισμα) μελίζω
νεοελλ.
μουσ. περίτεχνο ποίκιλμα, φωνητικό ή οργανικό, που, είτε καλλωπίζει μεμονωμένους φθόγγους της μελωδίας είτε γεφυρώνει δύο ή περισσότερους φθόγγους, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα της μουσικής ερμηνείας αλλά και του ύφους και ήθους κάθε μουσικού πολιτισμού
μσν.
τεμάχιο, τμήμα
αρχ.
1. μελωδικός ήχος ή σκοπός, μελωδία, άσμαμέλισμα λύρας», Ανθ. Παλ.)
2. λυρική ποίηση.