ἀκροπόρος: Difference between revisions
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
(big3_2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br />[[de punta que atraviesa]] ὀβελοί <i>Od</i>.3.463, χαλκός Nonn.<i>D</i>.5.26. | |dgtxt=-ον<br />[[de punta que atraviesa]] ὀβελοί <i>Od</i>.3.463, χαλκός Nonn.<i>D</i>.5.26. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνά [[μέσα]] από [[κάτι]], που διατρυπά με την [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>(προπαροξ.)</b> ακρόπορος<br />αυτός που έχει [[άνοιγμα]] στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πείρω]].———————— <b>(II)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που ανεβαίνει [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκροπορία</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ον,
A boring through, piercing with the point, ὀβελοί Od.3.463. 2 proparox., ἀκρόπορος, ον, Pass., with opening at end, σῦριγξ Nonn.D.2.2. II (πορεύομαι) going on high, ib.46.136.
German (Pape)
[Seite 84] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, ἄνοιγμα κατὰ τὸ ἄκρον, σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς ὕψος ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, αὐτόθι 46, 136.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.
Étymologie: ἄκρος, πείρω.
English (Autenrieth)
(πείρω): with piercing point, acc. pl., Od. 3.463†.
Spanish (DGE)
-ον
de punta que atraviesa ὀβελοί Od.3.463, χαλκός Nonn.D.5.26.
Greek Monolingual
(I)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή
2. (προπαροξ.) ακρόπορος
αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω.———————— (II)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].