ἀλήμων: Difference between revisions
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
(Autenrieth) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=ονος ([[ἀλάομαι]]): [[roving]], [[wandering]], [[wanderer]]. | |auten=ονος ([[ἀλάομαι]]): [[roving]], [[wandering]], [[wanderer]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἀλήμων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανιέται εδώ κι [[εκεί]], πλάνητας<br /><b>2.</b> αυτός που παρεκτράπηκε, [[αμαρτωλός]], [[αλήτης]]<br /><b>3.</b> [[πειρατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλημοσύνη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι)
A wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.
German (Pape)
[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.
English (Autenrieth)
ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.
Greek Monolingual
ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.