ἁλιήρης: Difference between revisions
From LSJ
τὸ λακωνίζειν πολὺ μᾶλλόν ἐστιν φιλοσοφεῖν ἢ φιλογυμναστεῖν → to behave like a Lacedaemonian is much more to love wisdom than to love gymnastics (Plato, Protagoras 342e6)
(big3_3) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ες<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que surca el mar]] κώπη E.<i>Hec</i>.455. | |dgtxt=-ες<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br />[[que surca el mar]] κώπη E.<i>Hec</i>.455. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλιήρης]], -ες (Α)<br />ο [[χρήσιμος]] ή [[κατάλληλος]] για [[κωπηλασία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλί</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>ἅλς</i>) <span style="color: red;">+</span> -[[ήρης]] (το [[τέρμα]] συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] που απαντά και στο ουσ. [[ἐρέτης]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:50, 29 September 2017
English (LSJ)
ες, (ἐρέσσω)
A sweeping the sea, κώπη E.Hec.455 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 96] ες, meerdurchrudernd. κώπη Eur. Hec. 451.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιήρης: -ες, (ἐρέσσω) ἐπὶ κώπης, «ᾗ ἐρέσσουσι κατὰ τὴν θάλασσαν» δι’ ἧς κωπηλατοῦσιν, Εὐρ. Ἑκ. 455, Σχολ. αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
qui fend la mer (rame).
Étymologie: ἅλς¹, ἐρέσσω.
Spanish (DGE)
-ες
• Prosodia: [ᾰ-]
que surca el mar κώπη E.Hec.455.
Greek Monolingual
ἁλιήρης, -ες (Α)
ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κωπηλασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλί- (< ἅλς) + -ήρης (το τέρμα συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα που απαντά και στο ουσ. ἐρέτης)].