ἁλουργής: Difference between revisions
Ἡ δὲ παράκαιρος ἡδονὴ τίκτει βλάβην → Tempestiva aliqua ni voluptas sit, nocet → Die Lust zur falschen Zeit gebiert nur Schadensfrust
(big3_3) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[teñido de púrpura auténtica]], [[purpúreo]], [[de púrpura]] μίτρα Pherecr.100, στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7, στρωμναί Plu.<i>Lyc</i>.13, ἱμάτια Heraclid.Pont.55, D.C.42.40.4, χλαμὺς σηρική D.C.59.17.3, χιτών X.Eph.1.2.6, ἐσθής Luc.<i>Im</i>.11, D.C.49.16.1, cf. I.<i>AI</i> 8.183, ὑπένδυμα <i>AP</i> 6.292 (Hedyl.), ἐμπετάσμασιν ... ἁλουργέσιν I.<i>AI</i> 17.197.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἁ. [[tapiz]], [[tela purpúrea]] ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν A.<i>A</i>.946<br /><b class="num">•</b>[[paño purpúreo]] χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτῳ ἁλουργεῖ <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1514.21 (IV a.C.), παρυπηργμένον ἁλουργές <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1522.20 (IV a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[de color púrpura]] γῆ Pl.<i>Phd</i>.110c.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἁ. [[tinte o color púrpura]] τὰ δὲ τοῖς τῶν ζῴων χυλοῖς, καθάπερ καὶ τὸ ἁλουργὲς τῇ πορφύρᾳ otros tintes (se consiguen) con jugos animales como el púrpura con el múrice</i> Arist.<i>Col</i>.794<sup>a</sup>21, cf. 792<sup>a</sup>7, κύκλῳ δὲ τὸ ἁλουργὲς τὸν χρυσὸν περιθέει la púrpura rodea en círculo al oro</i> en la cola de un pavo real, Ach.Tat.1.16.3. | |dgtxt=-ές<br /><br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[teñido de púrpura auténtica]], [[purpúreo]], [[de púrpura]] μίτρα Pherecr.100, στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7, στρωμναί Plu.<i>Lyc</i>.13, ἱμάτια Heraclid.Pont.55, D.C.42.40.4, χλαμὺς σηρική D.C.59.17.3, χιτών X.Eph.1.2.6, ἐσθής Luc.<i>Im</i>.11, D.C.49.16.1, cf. I.<i>AI</i> 8.183, ὑπένδυμα <i>AP</i> 6.292 (Hedyl.), ἐμπετάσμασιν ... ἁλουργέσιν I.<i>AI</i> 17.197.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἁ. [[tapiz]], [[tela purpúrea]] ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν A.<i>A</i>.946<br /><b class="num">•</b>[[paño purpúreo]] χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτῳ ἁλουργεῖ <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1514.21 (IV a.C.), παρυπηργμένον ἁλουργές <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.1522.20 (IV a.C.).<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[de color púrpura]] γῆ Pl.<i>Phd</i>.110c.<br /><b class="num">2</b> subst. τὸ ἁ. [[tinte o color púrpura]] τὰ δὲ τοῖς τῶν ζῴων χυλοῖς, καθάπερ καὶ τὸ ἁλουργὲς τῇ πορφύρᾳ otros tintes (se consiguen) con jugos animales como el púrpura con el múrice</i> Arist.<i>Col</i>.794<sup>a</sup>21, cf. 792<sup>a</sup>7, κύκλῳ δὲ τὸ ἁλουργὲς τὸν χρυσὸν περιθέει la púrpura rodea en círculo al oro</i> en la cola de un pavo real, Ach.Tat.1.16.3. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἁλουργής]], -ές και σπάνια [[ἁλουργός]], -όν και ἁλουρνοῦς, -<i>οῦν</i> (Α)<br />ο [[βαμμένος]] με θαλάσσια [[πορφύρα]], αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο [[χρώμα]] (και δεν απομιμείται το [[χρώμα]] της πορφύρας)<br />«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «[[ἁλουργός]] [[χιτών]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἁλο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>εργής</i> <span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργία]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[ἁλουργίς]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁλουργικός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁλουργοβαφής]], [[ἁλουργοπώλης]], [[ἁλουργοϋφής]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>ἁλουργοφορῶ</i>, <i>ἁλουργόχρους</i>]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:51, 29 September 2017
English (LSJ)
ές, (ἅλς, ἔργον) lit.
A wrought in or by the sea, always in sense sea-purple, i.e. genuine purple dye, opp. imitations, ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν on cloths of purple, A.Ag.946; μίτρα ἁ. Pherecr. 100; στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7; γῆ Pl.Phd.110c; τὸ ἁ. Arist.Col. 792a7:—less freq. ἁλουργός, όν (also ά, όν Phylarch.41), ἔρια Pl.R. 429d; χιτωνίσκος IG2.754.12,14, etc. (but χ. ἁλουργής ib.21); στολαί Phylarch. l.c.; στρωμναί Plu.Lyc.12, AB81:—also ἁλουργοῦς, οῦν, IG2.757, v.l. in Arist.Sens.442a24, Ion. ἁλοργοῦς GDI5702.23 (Samos).
German (Pape)
[Seite 109] ές, = ἁλουργός, τὰ ἁλ., Purpurdecken, Aesch. Ag. 920; γῆ Plat. Phaed. 110 e; Ar. bei B. A. 380.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλουργής: -ές, (ἅλς, ἔργον) κατασκευασθεὶς ἐν τῇ θαλάσσῃ ἢ παρὰ τὴν θάλασσαν, ἀλλ’ ἀείποτε ἐπὶ τῆς ἐννοίας τοῦ πορφυροῦ χρώματος, τοῦ ἐκ γνησίας πορφύρας, πρὸς ἀντιδιαστολὴν ἐκ τῶν κατ’ ἀπομίμησιν χρωμάτων, ἐμβαίνονθ’ ἁλουργέσιν, φοροῦντα ἱμάτια πορφυρᾶ (ἴδε Ἀριστ. περὶ Χρωμ. 5), Αἰσχύλ. Ἀγ. 946· μίτρα ἁλουργής, Φερεκρ. ἐν «Λήροις» 1, στρώμαθ’ ἁλουργῆ, Ἀναξανδρ. «ἐν Πρωτεσιλάῳ» 1. 7· γῆ, Πλάτ. Φαίδ. 110C· τὸ ἁλουργές, Ἀριστ., κτλ.: - ὡσαύτως ἁλουργός, όν, ἔρια, ὁ αὐτ. Πολ. 429D: χιτωνίσκος, Συλλ. Ἐπιγρ. 155. 10, 14, κτλ.: (ἀλλὰ χ. ἁλουργής, ὁ αὐτ. 24)· στρωμναί, Κωμ. Ἀν. 295Α, ἀλλ’ ὁ τύπος οὗτος εἶναι ἧττον συνήθης, Α. Β. 81. - Τὰ ἄριστα τῶν χειρογράφων τοῦ Πλάτ. Τίμ. 68C. παρέχουσιν οὐδέτερον ἁλουργοῦν, ὡς εἰ ἐξ ἀρσεν. ἁλουργέος· καὶ παρ’ Ἀθ. 540Α. εὕρηται θηλ. αἰτ. πληθ. ἁλουργάς· πρβλ. ἁλιπόρφυρος.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
teint en pourpre ; τὰ ἁλουργῆ vêtements de pourpre.
Étymologie: ἅλς¹, ἔργον.
Par. πορφύρα.
Spanish (DGE)
-ές
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1teñido de púrpura auténtica, purpúreo, de púrpura μίτρα Pherecr.100, στρώμαθ' ἁ. Anaxandr.41.7, στρωμναί Plu.Lyc.13, ἱμάτια Heraclid.Pont.55, D.C.42.40.4, χλαμὺς σηρική D.C.59.17.3, χιτών X.Eph.1.2.6, ἐσθής Luc.Im.11, D.C.49.16.1, cf. I.AI 8.183, ὑπένδυμα AP 6.292 (Hedyl.), ἐμπετάσμασιν ... ἁλουργέσιν I.AI 17.197.
2 subst. τὸ ἁ. tapiz, tela purpúrea ἐμβαίνονθ' ἁλουργέσιν A.A.946
•paño purpúreo χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτῳ ἁλουργεῖ IG 22.1514.21 (IV a.C.), παρυπηργμένον ἁλουργές IG 22.1522.20 (IV a.C.).
II 1de color púrpura γῆ Pl.Phd.110c.
2 subst. τὸ ἁ. tinte o color púrpura τὰ δὲ τοῖς τῶν ζῴων χυλοῖς, καθάπερ καὶ τὸ ἁλουργὲς τῇ πορφύρᾳ otros tintes (se consiguen) con jugos animales como el púrpura con el múrice Arist.Col.794a21, cf. 792a7, κύκλῳ δὲ τὸ ἁλουργὲς τὸν χρυσὸν περιθέει la púrpura rodea en círculo al oro en la cola de un pavo real, Ach.Tat.1.16.3.
Greek Monolingual
ἁλουργής, -ές και σπάνια ἁλουργός, -όν και ἁλουρνοῦς, -οῦν (Α)
ο βαμμένος με θαλάσσια πορφύρα, αυτός που έχει γνήσιο πορφυρό, άλικο χρώμα (και δεν απομιμείται το χρώμα της πορφύρας)
«στρώμαθ’ ἁλουργῆ», «ἁλουργὰ ἔρια», «ἁλουργός χιτών».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλο- + -εργής < ἔργον.
ΠΑΡ. αρχ. ἁλουργία
αρχ.-μσν.
ἁλουργίς
μσν.
ἁλουργικός.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁλουργοβαφής, ἁλουργοπώλης, ἁλουργοϋφής
μσν.
ἁλουργοφορῶ, ἁλουργόχρους].