αλλεργία: Difference between revisions

From LSJ

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source
(2)
(No difference)

Revision as of 06:51, 29 September 2017

Greek Monolingual

η
1. (Βιολ. -Ιατρ.)
αντίδραση υπερευαισθησίας του οργανισμού σε ορισμένα εξωτερικά ερεθίσματα (αλλεργιογόνα), η οποία διαφέρει από τη συνηθισμένη συμπεριφορά του
2. αποστροφή, αηδία για κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < ἄλλος + -εργία πρβλ. αγγλ. allergy].