ἀμμά: Difference between revisions
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
(3) |
(3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)<br />[[μητέρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ηγουμένης<br /><b>2.</b> [[προσφώνηση]] [[κάθε]] μοναχής<br /><b>3.</b> [[γυναίκα]] όχι [[μοναχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμάννα]], [[τροφός]]<br /><b>2.</b> <i>ἀμμάς</i><br />επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>amma</i>). Ο τ. <i>ἀμμὰ</i> αναφέρεται γενικά στην τροφό, [[αλλά]] σημαίνει [[επίσης]] και τη [[μητέρα]]. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. [[αιώνας]]) η λ. κατέληξε [[τίτλος]] για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε [[κάθε]] [[μοναχή]] και στη [[γυναίκα]] γενικότερα. Απαντά [[επίσης]] στον Ηρόδοτο και τ. [[ἀμμία]] με την [[ίδια]] [[σημασία]]: «[[μητέρα]], [[τροφός]]»]. | |mltxt=ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)<br />[[μητέρα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[προσφώνηση]] ηγουμένης<br /><b>2.</b> [[προσφώνηση]] [[κάθε]] μοναχής<br /><b>3.</b> [[γυναίκα]] όχι [[μοναχή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παραμάννα]], [[τροφός]]<br /><b>2.</b> <i>ἀμμάς</i><br />επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>amma</i>). Ο τ. <i>ἀμμὰ</i> αναφέρεται γενικά στην τροφό, [[αλλά]] σημαίνει [[επίσης]] και τη [[μητέρα]]. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. [[αιώνας]]) η λ. κατέληξε [[τίτλος]] για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε [[κάθε]] [[μοναχή]] και στη [[γυναίκα]] γενικότερα. Απαντά [[επίσης]] στον Ηρόδοτο και τ. [[ἀμμία]] με την [[ίδια]] [[σημασία]]: «[[μητέρα]], [[τροφός]]»]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἅμμα]], το (Α)<br />[[κάθε]] τι που [[είναι]] δεμένο ή κατάλληλο για [[δέσιμο]]: 1. [[κόμπος]]<br /><b>2.</b> [[βρόχος]], [[θηλιά]]<br /><b>3.</b> [[σκοινί]] ή [[ταινία]]<br /><b>4.</b> [[κάλυκας]] άνθους<br /><b>5.</b> [[κότσος]] γυναικείας [[κόμης]]<br /><b>6.</b> [[κρίκος]] αλυσίδας<br /><b>7.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τὰ ἅμματα</i><br />οι λαβές στην [[πάλη]] και τα χέρια του [[παλαιστή]]<br /><b>8.</b> [[μέτρο]] μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, [[δηλαδή]] 21 [[περίπου]] σημερινά [[μέτρα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἅπτω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἁμματίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:52, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A mother, EM84.24; foster-mother, nurse, SIG2868 (Calymna) :—also ἀμμάς, ἡ, EM84.26, BGU449 (iii A.D.); epith. of Rhea and Demeter, Hsch.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): ἀμμᾶς Pall.H.Laus.34.6; ἄμμα BGU 948.16 (IV/V a.C.); ἀμμή SEG 7.50; ἀμμάς BGU 449 (II/III a.C.); Ἀμμάς Hsch., EM 1090
I 1mama ἡ μήτηρ Hsch., Phot.p.92R., κατὰ ὑποκόρισμα EM 1090.
2 madre superiora de un convento Apoph.Patr.M.65.416B
•simpl. madre ref. a una monja o «madre espiritual», Pall.H.Laus.34.6, 59.1.
3 la madre hipocorístico de Rea, Hsch., Phot.l.c., EM 1090, o de Deméter, Hsch., Phot.l.c., o de la nodriza de Ártemis, Hsch., Phot.l.c.
II ama, nodriza, PMil.Vogl.230.12 (II a.C.), TC 170.3, 189.3 (II a.C.), PMich.208.9 (II a.C.), SB 9882.2.5 (II/III a.C.), BGU 449 (II/III a.C.), 948.16 (IV/V a.C.), EM 1090, Phot.l.c.
•fig. ἀ. ... ἡ ἁλυκὴ ζάψ Simm.11.
III lesb. τὰς ἀντλίας δὲ ... οὕτως ἔλεγον Phot.l.c.
• Etimología: Voz infantil muy difundida, cf. alb. amë ‘madre’, ‘tía’, aaa., airl. amma, luv. jer. ama ‘madre’, etc.
Greek Monolingual
ἀμμὰ και ἀμμάς, η (AM)
μητέρα
μσν.
1. προσφώνηση ηγουμένης
2. προσφώνηση κάθε μοναχής
3. γυναίκα όχι μοναχή
αρχ.
1. παραμάννα, τροφός
2. ἀμμάς
επίθ. της Ρέας και της Δήμητρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη χαρακτηριστική της νηπιακής γλώσσας (πρβλ. λατ. amma). Ο τ. ἀμμὰ αναφέρεται γενικά στην τροφό, αλλά σημαίνει επίσης και τη μητέρα. Και με τις δύο σημασίες η λ. χρησιμοποιήθηκε υποκοριστικά. Αργότερα (5ος-7ος μ. Χ. αιώνας) η λ. κατέληξε τίτλος για την επικεφαλής της μονής (ηγουμένη), αργότερα δε επεκτάθηκε σε κάθε μοναχή και στη γυναίκα γενικότερα. Απαντά επίσης στον Ηρόδοτο και τ. ἀμμία με την ίδια σημασία: «μητέρα, τροφός»].
Greek Monolingual
ἅμμα, το (Α)
κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος
2. βρόχος, θηλιά
3. σκοινί ή ταινία
4. κάλυκας άνθους
5. κότσος γυναικείας κόμης
6. κρίκος αλυσίδας
7. στον πληθ. τὰ ἅμματα
οι λαβές στην πάλη και τα χέρια του παλαιστή
8. μέτρο μήκους από 40 αρχαίους πήχεις, δηλαδή 21 περίπου σημερινά μέτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἅπτω.
ΠΑΡ. ἁμματίζω.