ἀνάελπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut

Menander, Monostichoi, 275
(big3_3)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον [[inesperado]] ἀνάελπτα παθόντες Hes.<i>Th</i>.660.
|dgtxt=-ον [[inesperado]] ἀνάελπτα παθόντες Hes.<i>Th</i>.660.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνάελπτος]], -ον (Α)<br />[[ανέλπιστος]], [[απροσδόκητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ρημ. επίθ. σε -<i>τος</i>. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την [[ετυμολογία]] της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό [[ἀνάεδνος]]. Κατά μία [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> «[[ελπίζω]], [[προσδοκώ]]». Κατ’ [[άλλη]] [[άποψη]], ο τ. [[ἀνάελπτος]] αποτελεί εσφαλμένη [[απόδοση]] ή [[παραλλαγή]] του τ. <i>ἀνέελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>-<i>έF</i>-<i>ελπτος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀν</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> [[ἐέλπομαι]], αναλογικά [[προς]] τα [[σύνθετα]] με την [[πρόθεση]] <i>ἀνά</i>-. Κατά [[τρίτη]] [[τέλος]] [[άποψη]], [[ἀνάελπτος]] <span style="color: red;"><</span> ἀ-προθεμ. <span style="color: red;">+</span> [[ἄελπτος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>ἔλπομαι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ἀνάεδνος]])].
}}
}}

Revision as of 06:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνάελπτος Medium diacritics: ἀνάελπτος Low diacritics: ανάελπτος Capitals: ΑΝΑΕΛΠΤΟΣ
Transliteration A: anáelptos Transliteration B: anaelptos Transliteration C: anaelptos Beta Code: a)na/elptos

English (LSJ)

ον,

   A = ἄελπτος, unlooked for, ἀνάελπτα παθόντες Hes. Th.660. (Prob. misspelt for ἀν-έϝελπτος.)

German (Pape)

[Seite 187] (vgl. ἀνάεδνος), unverhofft, unerwartet, Hes. Ih. 660; vgl. ἀν-.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνάελπτος: -ον, ὡς τὸ ἄελπτος, ἀπροσδόκητος, ἀνάελπτα παθόντες Ἡσ. Θ. 660· (κυρίως ἀνάϝελπτος, ἴδε ἀνάεδνος).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inespéré.
Étymologie: ἀνά, ἔλπομαι.

Spanish (DGE)

-ον inesperado ἀνάελπτα παθόντες Hes.Th.660.

Greek Monolingual

ἀνάελπτος, -ον (Α)
ανέλπιστος, απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ρημ. επίθ. σε -τος. Η λ. απαντά στον Ησύχιο. Για την ετυμολογία της ισχύει ό,τι και για το ομηρικό ἀνάεδνος. Κατά μία άποψη, ἀνάελπτος < ἀνα- στερ. + ἔλπομαι «ελπίζω, προσδοκώ». Κατ’ άλλη άποψη, ο τ. ἀνάελπτος αποτελεί εσφαλμένη απόδοση ή παραλλαγή του τ. ἀνέελπτος < ἀν-έF-ελπτος < ἀν- στερ. + ἐέλπομαι, αναλογικά προς τα σύνθετα με την πρόθεση ἀνά-. Κατά τρίτη τέλος άποψη, ἀνάελπτος < ἀ-προθεμ. + ἄελπτος < - στερ. + ἔλπομαι (πρβλ. ἀνάεδνος)].