ἀνανέω: Difference between revisions

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source
(big3_4)
(3)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[salir a la superficie]], [[nadar hacia arriba]] ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι Ael.<i>NA</i> 5.22, cf. <i>Batr</i>.220.
|dgtxt=[[salir a la superficie]], [[nadar hacia arriba]] ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι Ael.<i>NA</i> 5.22, cf. <i>Batr</i>.220.
}}
{{grml
|mltxt=[[ἀνανέω]] (ΑΜ)<br />[[έρχομαι]] στην [[επιφάνεια]], [[ανέρχομαι]], [[αναδύομαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀνα</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>νέω</i> «[[πλέω]], [[κολυμπώ]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀνάνευσις]] (ΙΙ)].
}}
}}

Revision as of 06:53, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνανέω Medium diacritics: ἀνανέω Low diacritics: ανανέω Capitals: ΑΝΑΝΕΩ
Transliteration A: ananéō Transliteration B: ananeō Transliteration C: ananeo Beta Code: a)nane/w

English (LSJ)

   A come to the surface, Ael.NA5.22.

German (Pape)

[Seite 199] (s. νέω), heraufschwimmen, emportauchen, Ael. H. A. 5, 20; sich erholen, ἀπό τινος, Dio Chrys. I. 164.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνανέω: ἐξ οὗ τὰ παρ’ Ἡσυχίῳ: «ἀνανέσαι, καταστῆσαι, Κρῆτες» καὶ «ἀνανῆσαι, σφάξαι». μέλλ. -νεύσομαι, ἀναθέω, ἀνέρχομαι εἰς τὴν ἐπιφάνειαν, Λατ. emergere, Αἰλ. περὶ Ζ. 5. 20: ἐντεῦθεν, ἀναλαμβάνω, Δίων Χρυσ.

French (Bailly abrégé)

ao. ἀνένευσα;
remonter sur l’eau.
Étymologie: ἀνά, νέω.

Spanish (DGE)

salir a la superficie, nadar hacia arriba ἐς τοὺς ψυκτῆρας ὅταν οἱ μύες ἐμπέσωσιν ἀνανεῦσαι ... οὐ δυνάμενοι Ael.NA 5.22, cf. Batr.220.

Greek Monolingual

ἀνανέω (ΑΜ)
έρχομαι στην επιφάνεια, ανέρχομαι, αναδύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + νέω «πλέω, κολυμπώ».
ΠΑΡ. ἀνάνευσις (ΙΙ)].